Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΜΑΧΗ TOΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ


Γεώργιος Χρ. Σακελλαριάδης

Ph. D. στη Γλωσσολογία τού Πανεπιστημίου

της πολιτείας INDIANA των Η.Π.Α., τ. σχολικός σύμβουλος Φιλολόγων Αθηνών.

(Απόσπασμα ομιλίας)



     Η ιερή και παλαίφατη αυτή μονή της Παναγίας της Μεγαλοσπηλιώτισσας υπήρξε στα δύσκολα, σκληρά και μαύρα εκείνα χρόνια της τουρκικής δουλείας το κάστρο της ορθοδοξίας, η εθνική και πνευ­ματική έπαλξη, το προπύργιο της πίστης και της λευτεριάς.

Για να κατανοήσουμε πλήρως τη ση­μασία και τη σπουδαιότητα της νικηφόρας αυτής μάχης των Ελλήνων κατά τού πο­λυάριθμου και άρτια οργανωμένου στρατού τού Αιγυπτίου στρατηλάτη Ιμπραήμ στον ιερό και απάτητο από τους Τούρκους αυτό βράχο, κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε σε γενικές και αδρές γραμμές τη γενικό­τερη κατάσταση που επικρατούσε στην επαναστατημένη Ελλάδα κατά το 1827, στο έβδομο δηλαδή έτος της Ελληνικής Επανάστασης.

Δεν πρέπει να αποκρύψουμε το γε­γονός ότι από το 1823 είχε εισχωρήσει στις ψυχές των ελλήνων οπλαρχηγών και πολιτικών το σαράκι της διχόνοι­ας...
Οι αντιθέσεις των παρατάξεων και οι προσωπικές φιλοδοξίες των ηγετών εί­χαν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στον επαναστατημένο και αγωνιζόμενο Ελληνισμό.

Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αργότερα, στο λόγο του στην Πνύκα, όπως μας τον διέσωσε ο Τερτσέτης, διετύπωσε χαρακτηριστικά τις ακόλουθες σκέψεις:

«Στον πρώτο χρόνο της επανάστασης είχαμε μεγάλη ομόνοια. Ο ένας πήγαινε στον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του ζύμωνε, το παιδί κουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα στο στρατόπε­δο... Η ομόνοια αυτή δε βάσταζε και πολύ. Ήρθαν μερικοί και θέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες στου κασίδη το κεφάλι... Από τότε άρχισεν η διχόνοια και χάθηκε η πρώτη προθυμία και ομόνοια... Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ σπίτι δε χτίζεται, ούτε τελειώνει... Επειδή είμεθα σε τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιας, έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και στους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα».

Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερία» δεν παραλείπει να αναφερθεί στην έννοια της ολέθριας και δολερής διχόνοιας γρά­φοντας στη στροφή 144 τα εξής: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει πάρ'το λέγοντας κι εσύ».

Το αψευδές στόμα της ιστορίας μας διδάσκει ότι τα κράτη και οι λαοί προοδεύουν και επιτελούν μεγάλα και θαυμαστά έργα, όταν η ομόνοια αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό τους. Όταν όμως το μικρόβιο της διχόνοιας εισχωρήσει στις καρδιές τους και τους δηλητηριάσει ψυχικά, τότε αρχίζουν οι πολιτικές δια­μάχες, οι έριδες, οι αμφισβητήσεις και οι ένοπλες συγκρούσεις.

Οι εμφύλιες δια­μάχες κατά το 1823 είχαν μείνει απλά στο πολιτικό και λεκτικό επίπεδο. Όμως, από το 1824 και κατόπιν οι πολιτικές και άλλες διαφορές μεταξύ των στρατιωτι­κών και των πολιτικών είχαν διχάσει το λαό, πήραν άλλες διαστάσεις και κατέλη­γαν σε τραγικές ένοπλες συγκρούσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ρουμελιώτες, προκειμένου να επιβάλουν τη θέληση τους, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και στις εμφύλιες συγκρούσεις και συμπλοκές που επακολούθησαν σκότωσαν και τον Πάνο Κολοκοτρώνη, γιό τού Γέρου τού Μοριά. Ο αλληλοσπαραγμός αυτός μεταξύ των Ελλήνων ηγετών έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους με σχετική ευκολία να καταστρέψουν την Κάσο και τα Ψαρά και στα αιγυπτιακά στρατεύματα να καταστείλουν σύντομα την επανάσταση στην Κρήτη.

Συγκεκριμένα, το Μάρτιο τού 1824 ο Σουλτάνος, απογοητευμένος από τις επιτυχίες των Ελλήνων, ζήτησε τη βο­ήθεια του Πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, για να καταπνίξει την επανάσταση. Ο Μεχμέτ Αλή ανέθεσε την όλη επιχεί­ρηση στο γιό του Ιμπραήμ, ο οποίος απο­βιβάζεται στις αρχές τού 1825 στην Πελο­πόννησο με πολυάριθμο και άριστα εκπαι­δευμένο στρατό, οργανωμένο κατά το γαλ­λικό πρότυπο.

Καμία ελληνική στρατιωτική δύναμη δεν ήταν σε θέση να αντιπαραταχτεί κατά των στρατευμάτων τού Αιγυπτίου αυτού στρατηλάτη σε μάχη εκ τού συστάδην. Ο Κολοκοτρώνης περιορίστηκε στην τα­κτική τού κλεφτοπόλεμου, χωρίς να μπορεί να ανακόψει την προέλαση τού Ιμπραήμ.

Έτσι, όλες οι πόλεις της Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια του και μόνο το εσω­τερικό της Μάνης, το Ναύπλιο και το Μέ­γα Σπήλαιο έμειναν στους Έλληνες.

Οι ορδές τού Ιμπραήμ, που αλώνιζαν και κατέστρεφαν σχεδόν ανενόχλητες όλη την Πελοπόννησο, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ελλήνων. Οι κάτοικοι των περιοχών, από τις οποίες επρόκειτο να περάσει ο στρατός τού Ιμπραήμ, κα­τέφευγαν  στα  βουνά. Πολλοί μάλιστα Έλληνες,  για  να σωθούν,  πήγαν  και προσκύνησαν τον Ιμπραήμ σε δήλωση υποταγής, παρά την αυστηρή διαταγή τού Κολοκοτρώνη «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Όλα λοιπόν έδειχναν ότι η επανάσταση, που είχε αρχίσει με μεγάλο ενθουσιασμό και πολλές ελπίδες, βρισκόταν στο τέλος της, είχε σχεδόν καταπνιγεί. Ο αλαζόνας Ιμπραήμ δεν μπορούσε να ανεχθεί ότι η μονή τού Μεγάλου Σπηλαίου θα μπορούσε να μένει ελεύθερη και απάτητη από τα στρατεύματά του. Είχεν επιχειρήσει, χω­ρίς αποτέλεσμα, και κατά τα έτη 1825 και 1826 να εξαναγκάσει τους μοναχούς σε παράδοση με διάφορους τρόπους. Το 1827 όμως είναι αποφασισμένος να κατα­λάβει δυναμικά το Μέγα Σπήλαιο, μέσα στο οποίο είχαν καταφύγει για προστασία πολλές οικογένειες. Από προσκυνημένους μάλιστα Έλληνες είχε την πληροφορία ότι είχε εναποτεθεί στη μονή, σαν σε ασφαλές μέρος, ένας μεγάλος αριθμός από πολύτιμα και άλλα πανάκριβα αντικείμενα.



Ο Ιμπραήμ πασάς, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στα απομνημονεύματα του Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, στις αρχές Ιουνίου τού 1827 ήρθε με ισχυρές δυνάμεις (πάνω από 15.000 πεζούς και ιππείς) στα Καλάβρυτα και στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Λιβάδι της Σάλμαινας, με βασικό και κυρίαρχο σκοπό την κατάληψη της μονής, που αποτελούσε εμπόδιο στις πολεμικές του επιχειρήσεις. Μάλιστα στις 19 Ιουνίου απέστειλε στους μοναχούς επιστολή, στην οποία τους υποσχόταν «μεγάλα χαρίσματα και πολλάς τιμάς», αν παραδίδονταν και τον προσκυνούσαν. Σε ενάντια περίπτωση, τους απειλούσε με καταστροφή και πλήρη αφανισμό. Η επιστολή αυτή που γράφτη­κε στα ελληνικά από το Σαμή αφέντη, γιό τού Σιέχ Νεντσίπ εφέντη, απεστάλη με ειδικό Έλληνα απεσταλμένο και, σύμφωνα με τον ιστορικό Δ. Κόκκινο και τον ιστοριογράφο αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο Φραντζή, έχει ως εξής:

«Ο υψηλότατος αυθέντης μας ως έν­θερμος υπερασπιστής των παλαιών και αρχαίων βακουφιών, επιθυμών πάντοτε να μη χύνονται αίματα, μηδέ να καταστρέ­φονται πόλεις και χωρία και τοιαύτα μά­λιστα βακούφια καθώς το ιδικόν σας, κατά προσταγήν της υψηλότητός του σας γρά­φω να γνωρίσετε το μερχαμέτι του (= έλεος, ευσπλαχνία) και την απόφαση του πραγματικά, να έλθετε εδώ εις Καλάβρυτα δύο εκ των προκρίτων ρουχπάνιδων (=καλογήρων), να δώσετε την υποταγή και το ραγιαλίκι εις την υψηλότητά του, και σας υπόσχεται μεγάλα χαρίσματα εις το βακούφιόν σας και πολλάς τιμάς. Θέλει δι­πλασιάσει τα χαρίσματα του από όσα σας ειχεν ο κραταιός Σουλτάνος. Και όλα τούτα σας τα υπόσχεται από μέρους της υψηλότητός του, και αν ήθελε να σας απα­τήσω να είμαι αρνητής τού Μωχαμέτη και τού Αλκομανίου, να είμαι άτιμος και η κατάρα τού αγιοτάτου πατρός μου Σιέχ Νεντσίπ έφέντη να καταδικάζει δια πα­ντός και εμένα και όλη την οικογένεια μου. Είδε και σταθείτε εις την ανοησίαν και απάτην των Κοτσαμπάσηδων και των Κλεφτών, και σεις και το βακούφι θέλει αφανιστούν ως ριπή οφθαλμού, επειδή και κανόνια και βόμβες και λαγουμιτζήδες θα μεταχειριστεί για να κάμει όσο τάχιστα την καταστροφή σας και τότε η υψηλότης του είναι αμέτοχος από την αμαρτία, κα σεις θα δώσετε λόγο εις τον Θεό τον μεγαλοδύναμο. Και περιμένω τον σκοπό σας

19η Ιουνίου 1827, Καλάβρυτα

Ο φίλος σας Σαμί αφέντης

Υιός τού αγιοτάτου Σιέχ Νεντζίτ, εφέντη».

Οι πατέρες της μονής με τον ίδιο απεσταλμένο έδωκαν την ακόλουθη προ­φορική απάντηση στο Σαμή Εφέντη, όπως αναγράφεται στην ιστορία τού Αμβροσίου Φραντζή:

«Είπε τού Σαμή Εφέντη, καθώς και τού ιδίου Ιμπραήμ, ότι ημείς όταν ερχόμεθα εις το μοναστήρι και γινόμεθα καλόγηροι, τον έχομεν τον εαυτόν μας αποθαμμένον και δεν συλλογιζόμεθα τον θάνατον δια τούτο είμεθα έτοιμοι να εκπληρώσουμε το χρέος μας κατά τον όρκον μας ή ελευθερίαν ή θάνατον περιμένομεν και όταν θέλει, ας έλθει, και εάν μας νικήσει κατά τας ελπίδας του, ημείς καμίαν κατηγορίαν δεν θέλει έχομεν, εάν όμως και νικηθεί, ας φαντασθεί πόσην ατιμίαν και αισχύνην θέλει λάβει- και αν αγαπά, ας φροντίσει να κυριέψει πρώτον όλην την Πελοπόννησον, και ημείς τότε δεν δυνάμεθα να κάνουμε διαφορετικά. Άλλ' ας μάθει ότι ματαίως κοπιάζει και με την θείαν βοήθειαν δεν θέλει αξιωθεί ποτέ όσα ελπίζει».

Ο Ιμπραήμ, πιστεύοντας ότι τελικά οι μοναχοί, εκτιμώντας την κρισιμότητα και τη σοβαρότητα της κατάστασης, θα υποκύψουν και θα εξαναγκαστούν σε πα­ράδοση, αποστέλνει στις 21 Ιουνίου την ακόλουθη δεύτερη επιστολή, που σώζεται στο αρχείο της μονής:

 Ευγενέστατε ηγούμενε και επίλοιποι παπάδες και καλόγεροι Μεγάλου Σπη­λαίου.

 Σας σημειώνω ότι είμεθα φερμένοι με τον υψηλότατον Ιμβραήμ πασάν αφέντη μας εις κάμπον Καλαβρύτων εδώ και τέσσαρες ημέρες προτηνότερα, και έχομεν μεγάλας ορδηνίας και ετοιμασίας δια την πολιορκίαν τού μοναστηρίου Μεγάλου Σπηλαίου. Και ως ταχύ προσμένουμεν να μας έλθουν και τόπια και αι μπόμπες και αρκετά σύνεργα δια μήνες και έπειτα από μία ή και δύο ημέρας να ρίξομεν τα ορδιά μας περί πολιορκίας τού μοναστηρίου εις αυτά τα μέρη δια τούτο και σας φανερώνω ότι να λυπηθείτε το μοναστήρι σας να μην τύχει και χαλάσει, και ο,τι εις τον άλλον καιρόν δεν εχάλασε μην τύχει και χαλά­σει˙ και τώρα μάλιστα οι πλέον άγνωστοι (οι αμαθέστεροι) από λόγου σας ήρθαν και προσεκύνησαν εις τον αφέντη μας και εγλύτωσαν τα χωριά τους και τόσο λαό και τη ζωή τους και το πράγμα τους. Λοιπόν τού λόγου σας είσθε γνωστικότε­ροι από εκείνους και θέλει στοχασθείτε το κάθε πράγμα καλλίτερα. Πάρα πάνω δεν σας γράφω, θέλει πληροφορηθείτε και από το γράμμα τού φίλου μου τού Φωτήλα, θέ­λει σας συμβουλεύσει ο ίδιος.

Ηγούμενε, θέλει στοχασθείς ετούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει εύγει σε κεφάλι. Λοιπόν σαν φρόνιμος οπού εί­σαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος θέλεις ήξευρε ότι αυτό οπού σας γράφω, το γράφω  με του υψηλοτάτου αφέντη μας τον ορισμό, και να με αποκριθείτε εις όσα σας γράφω.

Την 1η Ιουνίου 1827 Σαμή Εφέντης Σεγνετζίπη Εφέντη.

Οι πατέρες τού Μεγάλου Σπηλαίου στην απαντητική τους επιστολή την άλλη ημέρα χρησιμοποίησαν διφορούμενες εκφράσεις ελπίζοντας ότι έτσι θα κέρδιζαν χρόνο. Ο ηγούμενος της μονής Δαμασκηνός έπειτα από μακρά σύσκεψη με όλους τους   ευρισκομένους στη μονή μοναχούς και υπερασπιστές έστειλε την απόκριση του στον Ιμπραήμ, η οποία έχει ως εξής:

Υψηλότατε αρχηγέ των Οθωμανικών αρμάτων, χαίρε.

Ελάβομεν το γράμμα σου και είδομεν τα όσα γράφεις. Ηξεύρομεν πως είσαι εις τον κάμπον των Καλαβρύτων πολλάς ημέρας και ότι έχεις όλα τα μέσα τού πο­λέμου. Ημείς δια να προσκυνήσομεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις την πίστη μας, ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνομεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάσει ο ιερός όρκος της πατρίδος μας.

Σας συμβουλεύουμε όμως να υπάγεις να πολεμήσεις άλλα μέρη, διότι, αν έρθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλον κακόν, διότι θα νική­σεις παπάδες, αν όμως νικηθείς, το οποίον ελπίζομεν άφευκτα με τη δύναμη τού Θεού, διότι έχομεν και θέση δυνατή και θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σε συμβουλεύομεν και ημείς, κάμε ως γνωστικός το συμφέρον σου, έχομεν και γράμματα από την βουλή και αρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίπτωση πολλήν βοήθειαν θα μας στείλει, παλικάρια και τροφάς, και ότι ή θα ελευθερωθώμεν τάχιστα ή θα αποθάνομεν κατά τον ιερόν όρκον της Πατρίδος μας.

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Ο Ηγούμενος και οι συν εμοί παπάδες και καλόγεροι.

Την 22α Ιουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον.

Παράλληλα με την απάντηση αυτή, οι μοναχοί φρόντισαν να ειδοποιήσουν τον Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στη Βόχα της Κορινθίας και να τού ζητήσουν ενισχύσεις. Ο Γέρος τού Μοριά διέταξε τότε τον υπασπιστή του Φωτάκο να σπεύσει με 100 άνδρες στη μονή, όπως και το Νικόλαο Πετιμεζά να ενισχύσει τους μοναχούς με τους άνδρες του. Με τις δυνάμεις αυτές ενώθηκαν και άλλοι αγωνιστές για να βοηθήσουν στην άμυνα της μονής.

Την  παραμονή της μάχης ο Ιμπραήμ, συνοδευόμενος από πολλούς ιππείς και πεζούς  ήρθε απέναντι της μονής και κατόπτευσε επί ώρες τους προμαχώνες και τις απόκρημνες θέσεις τού μοναστηριού. Τη νύκτα της ίδιας ημέρας πολυάριθμο τουρκικό σώμα μετέβη στο Διακοφτό, αιχμαλώτισε  άνδρες  και  γυναικόπαιδα και τους μετέφερε στα Καλάβρυτα. Την πρωία της 24ης Ιουνίου, οι υπερασπιστές της μονής, υπό  την  αρχηγία τού  Ν. Πετιμεζά,  βλέπουν   τους  Τούρκους  να έχουν λάβει θέσεις μάχης. Ο Αιγύπτιος στρατηλάτης επιτίθεται από πολλά σημεία κατά τού Μεγάλου Σπηλαίου με μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, που όμως δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί και να χρησιμοποιηθεί όλη, εξαιτίας της υφής του εδάφους.  Στους  υπερασπιστές της μονής προστέθηκαν και εκατό περίπου καλόγηροι, που με ενθουσιασμό πέταξαν τα ράσα και ντύθηκαν τη φουστανέλα, υπό τον ηγούμενο Γεράσιμο Τορολό. 

Η άμυνα υπήρξε πεισματώδης και αποτελεσματική. Οι μοναχοί και οι άλ­λοι Έλληνες πολεμιστές απέκρουσαν από παντού τις επιδέσεις των ορδών τού Ιμπραήμ, στις οποίες περιλαμβάνονταν και αρκετοί προσκυνημένοι Έλληνες. Η μάχη διεξήχθη καθόλη τη διάρκεια της ημέρας με πολύ πείσμα κι από τις δύο πλευρές. Ο Φωτάκος κάνει ιδιαίτερη μνεία για το πείσμα και την ανδρεία των καλογήρων και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι αισθάνθηκαν καλο­γερικό πόλεμο».

Εξακόσια πενήντα άψυχα εχθρικά κουφάρια γέμισαν τις απόκρημνες πλαγιές της μονής, ενώ από τους Έλληνες σκοτώθηκε μόνο ο Ανδρέας Σαρδελιάνος από την Κερπινή και τραυματίστηκαν τρεις άλλοι.

Ο Ιμπραήμ κατά τη νύκτα, νικημένος και καταντροπιασμένος, απέσυρε τις δυ­νάμεις του και αναχώρησε το πρωί για την Τριπολιτσά, λεηλατώντας στο διάβα του τα πάντα.

Είναι προφανές ότι η σημασία της νικηφόρας αυτής μάχης υπήρξε τεράστια, γιατί  ξαναζωντάνεψε  τις  ελπίδες  των Ελλήνων και αναπτέρωσε το καταπεσμένο ηθικό τους. Η φλόγα η επαναστατική που είχε ανάψει το 1821 εκεί στην Αγία Λαύρα και πήγαινε να σβήσει, αναζωπυρώθηκε και πάλι εδώ στο Μέγα Σπήλαιο.

 egolpion.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.