Η Εκκλησία στις 27 Ιουλίου τελεί τη μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και ιαματικού Παντελεήμονα. Ο Άγιος Παντελεήμονας καταγόταν από τη Νικομήδεια και έζησε -και αυτός- την εποχή του φοβερού Αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Πατέρας του ήταν ο ειδωλολάτρης Ευστόργιος, ανώτερος αξιωματούχος και μητέρα του η χριστιανή Ευβούλη, από την οποία και έμαθε τον Χριστιανισμό.
Ο Παντελεήμονας -Παντολέων λεγόταν προηγουμένως- σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και έτσι ο πατέρας του ανέλαβε την ανατροφή του. Όταν έφθασε ο καιρός, ο Ευστόργιος εμπιστέυθηκε τον Παντελεήμονα στον ιατρό Ευφρόσυνο, προκειμένου να μάθει την ιατρική επιστήμη. Παράλληλα με την εξάσκηση του ιατρικού λειτουργήματος, ο Παντελεήμονας την εποχή εκείνη συνδέθηκε με τον ευλαβή ιερέα Ερμόλαο, τον οποίο και συμβουλευόταν συχνά.
Όταν κοιμήθηκε και ο πατέρας του, ο Παντελεήμων ήταν, πλέον, ώριμος πνευματικά, τόσο ώστε, και με τη σύμφωνο γνώμη του πνευματικού του πατέρα Ερμολάου, να πουλήσει την κληρονομιά του και να διαθέσει τα χρήματά του για τους άπορους συνανθρώπους του, αλλά και να απελευθερώσει τους δούλους του. Τότε ο Παντελεήμονας άρχισε να ασκεί το ιερό έργο της ιατρικής, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνει χρήματα από τους ασθενείς του, παραμένοντας, έτσι, ακτήμονας εντελώς.
Η φιλανθρωπική του δράση υποκίνησε τον φθόνο άλλων ιατρών, οι οποίοι και διαλάλησαν ότι είναι χριστιανός. Την είδηση πληροφορήθηκε ο Διοκλητιανός, ο οποίος και ανέκρινε ο ίδιος προσωπικά τον Παντελεήμονα. Ο Άγιος στις προκλήσεις του Αυτοκράτορα αποκρινόταν: «Είμαι χριστιανός! Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!». Ο Διοκλητιανός οργίστηκε πολύ από την ομολογία του Αγίου, αλλά έδωσε σε αυτόν δεύτερη ευκαιρία να απαρνηθεί την πίστη του λέγοντάς του: «Λυπάμαι τα νιάτα σου, Παντολέον. Θυσίασε στους Θεούς, για να μην έχεις την ίδα τύχη με όσους χάθηκαν ως τώρα». Η πίστη του, όμως, αποδείχτηκε αδαμαντένια. Αποκρίθηκε λέγοντας: «Ούτε με υποσχέσεις, ούτε με απειλές μπορείς να με κερδίσεις Βασιλιά. Δεν θα προδώσω το Χριστό, για τον οποίο μακάρι να αξιωθώ να πεθάνω».
Τότε το ποτήρι της οργής του Διοκλητιανού ξεχείλησε, γι’ αυτό και διέταξε να υποβληθεί ο Παντελεήμονας σε φρικτότατα βασανιστήρια. Οι μαστιγώσεις , το ξέσκισμα του σώματός του με τροχό, το κάψιμο με φλόγες, η κάμινος και τα πεινασμένα θηρία δεν απέβησαν ικανά να βλάψουν τον Άγιο, αφού τον σκέπαζε η Χάρη του Κυρίου. Η πίστη του παρέμεινε ακλόνιτη και η αγάπη του προς τον Κύριο αμείωτη. Η θαυμαστή διάσωση του Παντελεήμονα «ανάγκασε» τους βασανιστές του πιστέψουν και να ομολογήσουν αυτή την πίστη τους στο Θεό.
Προκειμένου, όμως, να μην λάβει διαστάσεις το γεγονός, ο Διοκλητιανός διέταξε τον άμεσο αποκεφαλισμό τόσο του ιερέα Ερμόλαου, τον οποίο θεωρούσε ως τον αίτο του κακού, όσο και του Παντελεήμονα. Πρώτα, λοιπόν, μαρτύρησε ο Ερμόλαος (η μνήμη του τελείται στις 26 Ιουλίου). Την επόμενη ημέρα, την στιγμή που η τιμία κεφαλή απεκόπτετο από το ιερό σώμα του Αγίου, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που είπε: «από σήμερα θα ονομάζεσαι Παντελεήμων». Έτσι ο Μεγαλομάρτυρας αξιώθηκε να λάβει το στεφάνι της θείας δόξας. Από τότε ο Άγιος Παντελεήμονας, με το χάρισμα της ιάσεως των ασθενειών που έλαβε από το Θεό, ευεργετεί αδιάκοπα τους συνανθρώπους και συμπαρίσταται σε όσους τον επικαλούνται με ευλάβεια.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος. –Εκκλησία Κύπρου