Ο βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά του Αιτωλού, γραμμένος από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη
Αυτός ο αληθινός άνθρωπος του Θεού, διδάσκαλος και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου ο Κοσμάς, ήταν από την Αιτωλία, απ’ ένα μικρό χωριό πού ονομάζεται Μέγα Δένδρο· ήταν γιος ευσεβών γονέων, από τους οποίους ανατράφηκε και παιδαγωγήθηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», κατά τον Απόστολο.
Όταν ήταν είκοσι χρονών, ίσως και περισσότερο, άρχισε να διδάσκεται γράμματα από τον ιεροδιάκονο Ανανία, τον ονομαζόμενο Δερβισάνο. Επειδή κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με μεγάλη φήμη και το σχολείο του Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, πήγε σ’ εκείνο με πολλούς άλλους συμμαθητές του. Εκεί απεφοίτησε με δάσκαλο τον Παναγιώτη Παλαμά· μετά διδάχτηκε και τη Λογική από το διδάσκαλο Νικόλαο Τζαρτζούλιο από το Μέτσοβο, ο όποιος διετέλεσε εκεί σχολάρχης μετά τον σοφότατο Ευγένιο. Ενώ ήταν ακόμη λαϊκός και ονομαζόταν Κώνστας, στην εμφάνιση φαινόταν στολισμένος με την σεμνότητα του μοναχικού σχήματος και σε όλα αγωνιζόταν και εγύμναζε τον εαυτό του στην τέλεια άσκηση· επειδή δε πάλι η περίφημη εκείνη σχολή, όταν έφυγαν οι διδάσκαλοι της ερημώθηκε και κατήντησε όπως ήταν στην αρχή, τότε λοιπόν ο καλός Κώνστας αφού αναχώρησε από εκεί πήγε στην Ιερά Μονή Φιλόθεου και πρώτον μεν εκάρη μοναχός και με μεγάλη προθυμία προχώρησε στους αγώνες της μοναχικής ζωής. Μετά από αυτό, επειδή η Μονή είχε ανάγκη από εφημέριο, μετά από έντονη προτροπή και παράκληση των πατέρων, χειροτονείται και Ιερομόναχος· είχε δε πολύ πόθο ο μακάριος στην καρδιά του, και όταν ακόμη ήταν κοσμικός, να ωφελήσει τους αδελφούς του Χριστιανούς από εκείνα πού έμαθε. Και πολλές φορές έλεγε πώς οι αδελφοί μας χριστιανοί έχουν μεγάλη ανάγκη από τον λόγο του Θεού, και ότι έχουν χρέος εκείνοι πού σπουδάζουν να μη τρέχουν στα αρχοντικά και τις αυλές μεγάλων και να χαραμίζουν τις σπουδές τους, για να αποκτήσουν πλούτο και αξιώματα αλλά να διδάσκουν κυρίως τον κοινό λαό πού ζει με πολλή αγραμματοσύνη και βαρβαρότητα, για να αποκτήσουν ουράνιο μισθό και δόξα αμάραντη. Άλλα παρόλο πού είχε τόσο πόθο και πολύς ζήλος άναβε στην Ιερά καρδιά του για την ωφέλεια των πολλών, όμως σκεπτόμενος πάλι πόσο μεγάλο και δύσκολο είναι το εγχείρημα του Αποστολικού κηρύγματος, σαν ταπεινόφρων και μέτριος πού ήταν, δεν τόλμησε από μόνος του να το επιχειρήσει χωρίς να καταλάβει την θεία θέληση· γι’ αυτό το λόγο θέλοντας να δοκιμάσει αν αυτό είναι θέλημα Θεού, ανοίγει την Άγια Γραφή και, ω του θαύματος! βρέθηκε μπροστά του το λόγιον του Αποστόλου πού λέγει· «μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (Α’ Κορ. ι, 24), δηλαδή ας μη ζητεί κανείς μόνο το δικό του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του. Αφού πήρε την πληροφορία λοιπόν από αυτό και φανέρωσε αυτό τον σκοπό του και σε άλλους πνευματικούς πατέρες και πήρε συγχώρεση από αυτούς, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να συναντήσει τον αδελφό του Χρύσανθο, δ όποιος και του έδειξε τη ρητορική τέχνη για να μιλάει με κάποια μέθοδο.
Αφού φανέρωσε λοιπόν και στους εκεί ευλαβέστερους αρχιερείς και διδασκάλους τον ίδιο λογισμό του και αφού τους βρήκε όλους σύμφωνους και τον παρακίνησαν σ’ αυτό το θείο έργο, παίρνει εγγραφή άδεια από τον τότε Πατριάρχη Σεραφείμ από το Δέλβινο και έτσι άρχισε ο μακάριος να κηρύττει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας των Ουρανών, πρώτα στις εκκλησίες και τα χωριά της Κωνσταντινούπολης· από εκεί πήγε στην Ναύπακτο, στο Βραχώρι, στο Μεσολόγγι και σε άλλους τόπους και πάλι επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· και αφού συμβουλεύτηκε τον τότε Πατριάρχη Σωφρόνιο και πήρε απ’ αυτόν νέα αδεία και ευλογία, άρχισε να κηρύττει πάλι το λόγο του Ευαγγελίου με περισσότερη θερμότητα και ζήλο.