H Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941 από τα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά και Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα. Σύμφωνα με τη γερμανική διακοίνωση που είχε επιδοθεί νωρίτερα στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα, πρίγκιπα Έρμπαχ. Επιδίδοντας το τελεσίγραφο, ο Έρμπαχ τόνισε στον Κορυζή ότι ο πόλεμος δεν στρεφόταν κατά της Ελλάδας, αλλά κατά της Αγγλίας, που είχε σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας με 62.000 άνδρες και μεγάλη αεροπορική δύναμη. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ μετά το ΟΧΙ του Μεταξά στους Ιταλούς.
Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν φυσικά συντριπτικός υπέρ των Γερμανών. Σε έμψυχο υλικό οι επιτιθέμενες Γερμανικές δυνάμεις ήταν τουλάχιστον τριπλάσιες,
αλλά σε άρματα (1.850 περίπου έναντι 27 ελαφρών) και αεροπορία (1.000 αεροσκάφη με κανένα Ελληνικό να υπερασπίζεται τον καταγάλανο ουρανό μας) η υπεροπλία τους ήταν συντριπτική.
Στην αρχή ακόμα της γερμανικής επίθεσης, η ολιγομελής ομάδα των Ελλήνων μαχητών ενός πολυβολείου στο Δεμίρ Καπού, επάνω στο όρος Μπέλες, (στα «οχυρά του Μεταξά» στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα) προκάλεσε τρομερή φθορά στους επιτιθέμενους Γερμανούς. Όταν τελικά παραδόθηκε, αφού όμως πρώτα είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά της, ο Γερμανός επικεφαλής συνεχάρη τον Έλληνα επικεφαλής, έφεδρο λοχία Διοικητή του οχυρού Δημήτριο Ίντζο (από τα Άνω Πορρόϊα Σερρών) και στη συνέχεια διέταξε την εν ψυχρώ εκτέλεσή του, η οποία πραγματοποιήθηκε μπροστά στους άφωνους στρατιώτες. Η εκτέλεσις του ηρωϊκού αυτού μαχητού, που από τη στιγμή που παραδόθηκε το οχυρό και ο Δημήτριος Ίντζος εθεωρείτο επισήμως αιχμάλωτος πολέμου προστατευόμενος από τη Συνθήκη περί αιχμαλώτων, Γενεύης, του 1929, που την είχε υπογράψει και αποδεχτεί και η Γερμανία, ήταν το πρώτο στυγνό και απάνθρωπο έγκλημα των Γερμανών δημίων του Χίτλερ εναντίον της Ελλάδος που χτύπησε νικηφόρα πρώτη τον Άξονα στην Αλβανία.
Στις 15 Μαρτίου 1941 (λίγο πριν ξεσπάσει η Γερμανική επίθεση) είχε επισκεφθεί τα οχυρά ο Βρετανός αντιστράτηγος Χέϋγουντ, αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου, ανέφερε τις εντυπώσεις του στον αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής, στρατηγό Ουέηβελ, και μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι «...τα κενά ανάμεσα στις μόνιμες οχυρώσεις καλύπτονται από συρματοπλέγματα και οχυρώσεις εδάφους, εκεί όμως υπάρχει μικρός αριθμός ανδρών και δεν υπάρχουν καθόλου εφεδρείες... Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση το υψηλό φρόνημα των αξιωματικών και ανδρών που συνάντησα στην περιοχή... Ο διοικητής του Ρούπελ μου δήλωσε ότι έχει τρόφιμα για έναν μήνα και θα μπορούσε να κρατήσει άλλο ένα δεκαπενθήμερο χωρίς τρόφιμα.»
Ο πιλότος ενός από τα γερμανικά αεροπλάνα που καταρρίφθηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος από ελληνική μονάδα, η οποία δρούσε εκτός των οχυρών. Γελώντας, έλεγε στους αξιωματικούς που τον ανέκριναν: «Τι έπαθα, δεν με έριξαν οι Πολωνοί και οι Γάλλοι με τα χιλιάδες αντιαεροπορικά τους και με έριξαν οι Έλληνες με τα μάνλιχέρ τους...»
Σε κάποια οχυρά, οι Γερμανοί κατάφεραν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό τους. Εκεί, μέσα στους υπόγειους διαδρόμους και θαλάμους, διεξήχθησαν ιδιαίτερα σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις, ακόμα και με τις ξιφολόγχες. Σε μια από αυτές, στο οχυρό Περιθώρι, μετά τη δεύτερη φορά που εκδιώχθηκαν οι εισβολείς, απέμειναν αιχμάλωτοι στα χέρια της φρουράς που αποτελούσαν 120 άνδρες, 300 Γερμανοί, γεγονός που κατέπληξε τον σωματάρχη του επιτιθέμενου 18ου Σώματος, στρατηγό Μπαίμε. Την πρώτη νύχτα της μάχης (6 προς 7 Απριλίου), Έλληνες τραυματιοφορείς εξήλθαν από το οχυρό Παληουριώνες και περισυνέλεξαν τους Γερμανούς τραυματίες, ενώ διαρκούσαν ακόμα τα πυρά. Οι τραυματίες αυτοί έτυχαν περίθαλψης εντός του οχυρού.
Στο τέλος της μάχης οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματικοί (όπως ο συνταγματάρχης Σαλβάνος) πείσθηκαν με δυσκολία να υπακούσουν, ενώ άλλοι προσπάθησαν να διαφύγουν και να συνεχίσουν αλλού τον αγώνα. Ωστόσο, δεν κατόρθωσαν πολλοί να διαφύγουν, γιατί δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα (αυτοκίνητα, πλοία). Μεταξύ πάντως αυτών που το κατόρθωσαν, ήταν ο διοικήτης της VII Μεραρχίας, υποστράτηγος Χρήστος Ζωιόπουλος, ο οποίος δήλωσε πως δεν επρόκειτο να ξαναπάει αιχμάλωτος στο Γκέρλιτς (εκεί όπου οι Γερμανοί είχαν μεταφέρει το ελληνικό Δ' Σώμα, κρατώντας το καθηλωμένο καθ' όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου). Διέφυγε και πολέμησε στην Αλβανία, ως διοικητής της ομάδας μεραρχιών Μπόροβας.
Σε πολλές μάχες ο νικητής υιοθετεί ιπποτική στάση έναντι του ηττημένου. Σε αυτή την περίπτωση όμως, οι Γερμανοί από τα κατώτερα μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής ιεραρχίας, επιδεικνύοντας τον θαυμασμό τους για την ελληνική ανδρεία και ικανότητα, υπερέβησαν κάθε όριο. Συγκεκριμένα, ο διοικητής του 125 Συντάγματος, το οποίο δοκιμάστηκε πολύ στο Ρούπελ, ομολόγησε στον Έλληνα συνταγματάρχη Πλευράκη: «Δεν θρηνώ ως στρατιώτης, διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά κλαίω ως άνθρωπος, διότι από το Σύνταγμά μου απέμειναν λίγοι άνδρες μόνο.»
Ο επιτελάρχης του 30ού Σώματος παραδέχθηκε στον αντιστράτηγο Δέδε: «Πολεμήσατε θαυμάσια, το πυροβολικό σας ήταν υπέροχο, οι πλαγιοφυλάξεις αποτελεσματικότατες. Μόλις εκινείτο μια ομάδα μάχης, δεχόταν επιτυχώς βολή. Αν τα βλήματά σας δεν είχαν κατά τα 4/5 αφλογιστία (!), κανένα από τα συμμετέχοντα στον αγώνα τμήματά μας δεν θα σωζόταν από την κόλαση του πυρός.»
Ο διοικητής του 18ου Ορεινού Σώματος ομολόγησε στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). «Είχαμε ακούσει να μιλούν για τη γενναιότητα και τον ηρωϊσμό του Ελληνικού Στρατού, αλλά δεν φανταζόμασταν τη γενναιότητα και τον ηρωϊσμό που επέδειξαν οι στρατιώτες σας. Πολεμήσατε θαυμάσια! Θαυμάσια! Και πάλι σας συγχαίρω εγκαρδίως.»
Ο διοικητής της 72ης Μεραρχίας δήλωσε: «Πολέμησα την Πολωνία και τη Γαλλία, αλλά πουθενά δεν συνάντησα τόσο αποτελεσματική και φθοροποιό αντίσταση όσο στην Ελλάδα.»
Κατά την παραλαβή του οχυρού Παληουριώνες (το πρωί της 10ης Απριλίου) παρατάχθηκε μπροστά από την είσοδό του ένα γερμανικό τάγμα. Ο Γερμανός συνταγματάρχης, ο οποίος είχε έλθει για να παραλάβει το οχυρό, προσφώνησε μέσω διερμηνέα τον Έλληνα διοικητή του οχυρού και συνεχάρη την απερχόμενη φρουρά. Μετά τον οδήγησε να επιθεωρήσει το παρατεταγμένο Γερμανικό τάγμα και, τέλος, διέταξε να ανυψωθεί η γερμανική σημαία επί του οχυρού μετά την πλήρη αναχώρηση της ελληνικής φρουράς του.
Ο ίδιος ο στρατάρχης φον Λιστ αναγνώρισε πως: «Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους γενναία» και συνέστησε στους Γερμανούς στρατιώτες «...να αντικρίσουν και να μεταχειριστούν τους Έλληνες αιχμαλώτους, όπως αξίζει σε γενναίους στρατιώτες.»
H Γραμμή Μεταξά.
H περίφημη σειρά οχυρωματικών έργων, υπόγειων και επίγειων, κατά μήκος των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων, που έλαβε το όνομά της από τον σχεδιαστή και δημιουργό της Ιωάννη Μεταξά , κατασκευάστηκε με σκοπό την άμυνα της Ελλάδος σε περίπτωση εισβολής κατά τον επικείμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο και απετέλεσε τελικά τον κύριο προμαχώνα της. Η Γραμμή Μεταξά αποτελεί το μεγαλύτερο ελληνικό οχυρωματικό έργο στην νεότερη ιστορία.
Η οχυρωματική αυτή γραμμή αποτελούνταν κυρίως από είκοσι ένα (21) οχυρά. Τα οχυρά αυτά είχαν κατασκευασθεί, αποκλειστικά από Ελληνικά χέρια, για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδος από βουλγαρική επίθεση, επειδή την περίοδο εκείνη, 1936-1940, η Βουλγαρία ήταν έξω από το Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας και επιζητούσε να ξαναπάρει τα ελληνικά εδάφη που είχε χάσει κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Το κάθε οχυρό αποτελούσε στο σύνολό του ένα περίκλειστο έργο από ένα ή περισσότερα στεγανά συγκροτήματα, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση. Περιλάμβανε σκέπαστρα, πυροβολεία, πολυβολεία, ολμοβολεία, βομβιδοβολεία, παρατηρητήρια, έργα παραλλαγής και παραπλάνησης, πολλαπλές εισόδους και εξόδους. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις κάθε οχυρού περιλάμβαναν διοικητήριο, θαλάμους αξιωματικών, θαλάμους οπλιτών, τηλεφωνικό κέντρο, μαγειρείο, δεξαμενές νερού, χώρους υγιεινής, αποθήκες τροφίμων (για 15 μέρες), χειρουργείο, φαρμακείο, συστήματα αερισμού, φωτισμού (γεννήτριες, λάμπες πετρελαίου, φακούς κ.ά.), αποχέτευση, εξωτερικές θέσεις μάχης, αντιαρματικά κωλύματα, θέσεις αντιαεροπορικών όπλων κ.ά. Πέραν των οχυρών, η αμυντική γραμμή, περιελάμβανε μία τεράστια ανάπτυξη αντιαρματικών τάφρων, ζωνών αντιαρματικών σιδηροπηγμάτων και σκυροδέματος σε διπλές και τριπλές γραμμές ανάσχεσης, που στο σύνολό του για την εποχή του και με τα τότε Ελληνικά δεδομένα αποτέλεσε ένα τιτάνιο έργο.
Οι κατασκευές αυτές ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικές, ενώ κάποιες εξ αυτών συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για την κατασκευή τους απαιτήθηκαν 66.000 τόνοι τσιμέντου και 3.000.000 ημερομίσθια, ενώ κατασκευάσθηκαν συνολικά 24.000 μέτρα υπόγειων στοών και 13.000 μέτρα υπόγειων καταφυγίων – θαλάμων. Το έργο κόστισε 1,5 δισ. δραχμές (ίσο με 58,5 δις € περίπου.
aioniaellinikipisti.-xryshaygh.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.