Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Τα 4 Ελληνικά υποβρυχία που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την απόβαση στην Κύπρο και τα "σκισμένα" ημερολόγια τους



1974. ΒΥΘΙΣΑΤΕ ΤΟΝ ΑΠΟΒΑΤΙΚΟ ΣΤΟΛΟ! 
Το άγνωστο σενάριο της επιχείρησης
«… Το περισκόπιο του υποβρυχίου είχε γεμίσει από τουρκικά σκάφη. Τα αποβατικά και τα αντιτορπιλικά συνοδείας βρίσκονταν εκεί σαν θηράματα, έτοιμα να δεχθούν τις τορπίλες SST-4 των Type 209 που παραμόνευαν αθέατα, χωρίς η παρουσία τους να
έχει επισημανθεί από τις συσκευές Α/Υ του εχθρού. Όταν η πρώτη τορπίλη εξαπολύθηκε οι κυβερνήτες και τα πληρώματα κρατούσαν την αναπνοή τους. Μεσολάβησαν μερικά αργά και βασανιστικά δευτερόλεπτα, πριν ο μεταλλικός ήχος της πρόσκρουσης της τορπίλης στο κέλυφος του αρματαγωγού, επιβεβαιώσει την επιτυχία. 
Ακολούθησαν και άλλοι ξεροί ήχοι, ενώ από το περισκόπιο επίθεσης ήταν πλέον ορατή η καταστροφή που είχε υποστεί ο εχθρικός στόλος…».
Το σενάριο που μόλις διαβάσετε αποτελεί αναπαράσταση των επιχειρησιακών σχεδίων που δεν εκτελέστηκαν το μοιραίο Καλοκαίρι του 1974, όταν το τότε Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων δίστασε να προσβάλλει τα τουρκικά σκάφη που αποβίβαζαν στρατεύματα στην Κύπρο.

Παρότι το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) είχε εντάξει σε υπηρεσία τα νεότευκτα Type 209/1100, η πλειοψηφία των οποίων εστάλησαν για περιπολία στην ανατολική Μεσόγειο, η σαφής υπεροπλία στον τομέα των υποβρυχίων δεν στάθηκε αρκετή για να αποφασισθεί η επιχειρησιακή αξιοποίησή τους. Σήμερα 37 χρόνια μετά τα γεγονότα, η απαίτηση για πλήρη διαλεύκανση του «Φακέλου Κύπρος» είναι πάντα επίκαιρη, καθώς όπως θα διαβάσετε από τα αρχεία και τα ημερολόγια των τεσσάρων υποβρυχίων Type209 έχουν αποκοπεί σελίδες που αφορούν πολεμικές περιπολίες κατά τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης. Τι θα είχε όμως συμβεί αν τα υποβρύχια ελάμβαναν εγκαίρως διαταγές επίθεσης;

Το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 (βλ. σχετικό άρθρο στο παρόν τεύχος για τον Άστιγγα και την «Καρτερία») υπήρξε πρωτοπόρο στην υιοθέτηση καινοτόμων επιχειρησιακών λύσεων. Το ατμόπλοιο «Καρτερία» υπήρξε το πρώτο πολεμικό σκάφος του τύπου, το οποίο μετείχε σε επιχειρήσεις και χάρη στην ανώτερη τεχνολογία του (ατμός, πυροβόλα και εκρηκτικά βλήματα) κατάφερε να γείρει την πλάστιγγα στον κατά θάλασσαν αγώνα σαφώς υπέρ των ελληνικών όπλων και συμφερόντων.

Μετά από οκτώ περίπου δεκαετίες οι πρωτοπόροι επιτελείς του τότε Βασιλικού Ναυτικού (ΒΝ) χάρη στην επιμονή του Περικλή Αργυρόπουλου, που ως νέος Αστιγξ επέμεινε στην προμήθεια κατάλληλων πλοίων οπλισμένων με πυροβόλα μεγάλης ταχυβολίας (για την εποχή), προωθήθηκε και υλοποιήθηκε η απόκτηση του θωρακισμένου ευδρόμου «Γεώργιος Αβέρωφ». Μετά από έξι δεκαετίες το πνεύμα του Αμεινοκλή (ναυπηγού και εφευρέτη της τριήρους) έλαμψε εκ νέου και αποφασίστηκε η αγορά τεσσάρων προηγμένων συμβατικών υποβρυχίων Type 209/1100 τόνων από τα Ναυπηγεία HDW του Κιέλου της Γερμανίας, καθώς και η προμήθεια τεσσάρων ταχέων περιπολικών κατευθυνομένων βλημάτων, τα οποία έφεραν για πρώτη φορά τους πυραύλους επιφανείας-επιφανείας ExocetMM38.

Οι αξιωματικοί του Ναυτικού είχαν αντιληφθεί εγκαίρως ότι το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τις επόμενες δεκαετίες θα επεκτεινόταν πέραν του Αιγαίου στην ανατολική Μεσόγειο, με έπαθλο την Κύπρο. Η ανάγκη διατήρησης ενός στόλου που θα αποτελείτο από μονάδες επιφανείας και υποβρύχια, κατάλληλων να επιχειρήσουν στον ιδιαίτερο περιβάλλον των θαλασσίων υδάτων πέριξ της Μεγαλονήσου, είχε λάβει από νωρίς χαρακτήρα κατεπείγοντος.

Το πραξικόπημα του 1967 («Η Επανάστασις της 21ηςΑπριλίου» όπως την προωθούσαν επικοινωνιακά οι συνταγματάρχες) δεν υπήρξε αποκλειστικά «αμερικανόφιλο», όπως νομίζει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινής γνώμης, και έχει καταστεί ένας από τους ψευδείς αστικούς μύθους της πολιτικής σκηνής. Οι συνταγματάρχες υπήρξαν οι πρώτοι που τόλμησαν να σπάσουν την αποκλειστικότητα στις πωλήσεις αμερικανικών όπλων, τα οποία κατέκλυζαν και τους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Η χούντα είχε λάβει σοβαρές αποφάσεις για την ουσιαστική ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των ελληνικών όπλων, η ολοκλήρωση των οποίων θα απέδιδε ένα στράτευμα με δυνατότητα εκτέλεσης επιχειρήσεων πολύ πέραν των νατοϊκών καθηκόντων και σε ορισμένες περιπτώσεις εκτός αυτών!

Οι συνταγματάρχες γνώριζαν αρκετά καλά ότι από την δεκαετία του 1950 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κάθε άλλο παρά αρμονικές θα ήταν, καθώς η τότε αγγλοσαξονική γεωπολιτική στόχευε στην μεταβολή του status quo της ανατολικής Μεσογείου, μετά από τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ (1948). Η Αθήνα είχε αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα τόσο μετά τα γεγονότα του 1955 στην Κων/πολη όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1964 στην Κύπρο.

Στο πνεύμα της Rimland (δακτύλιος ανάσχεσης της ρωσικής/σοβιετικής προσπάθειας εύρεσης διεξόδου προς τις θερμές θάλασσες) το Ισραήλ θα υποστηριζόταν άμεσα και δυναμικά από τις αγγλοσαξονικές ναυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία) προκειμένου να αντισταθεί στην αραβική στρατιωτική πίεση, την οποία ενίσχυε η Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ). Ελλάδα και Τουρκία είχαν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (1952) και συνεπώς όφειλαν – υπό το ίδιο πνεύμα – να «μοιράζονται» καθήκοντα και υποχρεώσεις χωρίς να διαταράσσουν την συμμαχική ειρήνη στην ανατολική Μεσόγειο. Το κυπριακό ζήτημα έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική αναθεωρητική πολιτική να προβάλλει αξιώσεις, με απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

Ειδικά στη μεγαλόνησο, με την συνεπικουρία των Αγγλοσαξόνων, προωθείτο ένα σχέδιο που θα απέκλειε την Ένωση και θα προωθούσε τη διχοτόμηση ή μια δυσλειτουργική ανεξαρτησία. Συνεπώς όλοι οι εμπλεκόμενοι γνώριζαν ότι η υποβόσκουσα ελληνοτουρκική κρίση δεν θα μεταβαλλόταν στην πραγματική της διάσταση, είτε η εξουσία ασκείτο δημοκρατικά ή από τους συνταγματάρχες. Όταν η χούντα κατέλαβε την εξουσία αντιμετώπισε σοβαρότατες πιέσεις από τους Αγγλοσάξονες και απέσυρε από την Κύπρο την μεραρχία που είχε με πολύ κόπο και έξυπνο τρόπο μεταφέρει η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964. Αίτιο ήταν η κατευθυνόμενη προσπάθεια των Τούρκων/Τουρκοκυπρίων να δημιουργήσουν θέμα με τα γεγονότα της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967. Σημειώνεται ότι η Άγκυρα επιχείρησε δύο φορές να εισβάλλει στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1964 και τον Νοέμβριο του 1967.

Η μεραρχία αποσύρθηκε τον Δεκέμβριο και οι συνταγματάρχες πρέπει να κατάλαβαν ότι η «αντικομουνιστική πολιτική» μπορεί να ήταν καλή στο εσωτερικό μέτωπο, ως εγγύηση παραμονής της Ελλάδας εντός της Rimland, αλλά δεν συμβάδιζε με την προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Η νίκη του Ισραήλ τον Ιούνιο του 1967 στον Πόλεμο των Έξι Ημερών είχε ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στην περιοχή και αναμενόταν τα επόμενα χρόνια η εκδήλωση δυναμικής αραβικής αντίδρασης. Η στρατιωτική κυβέρνηση των Αθηνών τότε – και υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών εξελίξεων – οδηγήθηκε σε «νέες σκέψεις», όσον αφορά τις πηγές προμηθειών όπλων. Για πρώτη φορά εξετάστηκε η εναλλακτική οδός πλήρωσης των εθνικών επιχειρησιακών απαιτήσεων, μέσω της απόκτησης μη αμερικανικής κατασκευής όπλων.

Η επιλογή αυτή κατέστη μια από τις πιο σημαντικές στην ιστορία του ελληνικού κράτους, καθώς για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση, κρίθηκε ότι διαμορφωνόταν ένα γεωπολιτικό πλαίσιο-συγκυρία, που θα οδηγούσε σταδιακά στην ανεξαρτητοποίηση της ελληνικής πολεμικής μηχανής από ένα πιθανό εμπάργκο εκ μέρους των ΗΠΑ. Η οικοδόμηση στρατηγικών σχέσεων με τις αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις και μέλη της ΕΟΚ (Γαλλία και Γερμανία) θα ενίσχυε τα ελληνικά συμφέροντα και θα «ανάγκαζε» τις ΗΠΑ να διατηρήσουν μια ποιο ισορροπημένη πολιτική στα ελληνοτουρκικά. Για να συμβεί όμως αυτό έπρεπε να επιλεγούν αρχικά τα «κατάλληλα μέσα» και στη συνέχεια να σχεδιαστεί το εξοπλιστικό πρόγραμμα (από τα πλέον σοβαρά που είχαν υλοποιηθεί) προκειμένου να μην σπαταληθούν χρήματα σε άχρηστες αγορές, αλλά σε όπλα υψηλής αποτελεσματικότητας (τεχνολογίας αιχμής) της εποχής.

Σταδιακά αποφασίστηκε η προμήθεια τεσσάρων υποβρυχίων Type 209 από την Γερμανία, τεσσάρων πυραυλακάτων από την Γαλλία, αρμάτων AMX-30 με πυροβόλο 105 χλστ (όταν τα αμερικανικής κατασκευής άρματα σε Ελλάδα και Τουρκία έφεραν πυροβόλο των 90 χλστ), ΤΟΜΑ ΑΜΧ-10Ρ, ενώ παράλληλα υλοποιήθηκε η αγορά μαχητικών F-4E Phantom II από τις ΗΠΑ και δρομολογήθηκε η αγορά των Mirage F1CG από την Γαλλία και των Α-7 από τις ΗΠΑ. Oι προαναφερόμενες κινήσεις στον τομέα των εξοπλισμών ήταν απόρροια μιας νέας εθνικής στρατιωτικής στρατηγικής και ενός δόγματος, το οποίο θεωρούσε ότι ο εξ ανατολών «σύμμαχος» ήταν πια εν δυνάμει εχθρός.


Τουρκικά σκάφη αποβιβάζουν δυνάμεις στην Κυρήνεια. ΦΩΤΟ: www.film.queensu.ca



Επειδή το πεδίο αντιπαράθεσης θα ήταν όσον αφορά την υπεράσπιση της Κύπρου αεροναυτικό, κρίθηκε αναγκαίο η ενίσχυση του ΠΝ και της ΠΑ κατά προτεραιότητα, καθώς και η απόκτηση κατάλληλων οπλικών συστημάτων, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη αποβατική επιχείρηση κατά της Κύπρου. Η εμπειρία του 1964 και του 1967 είχε αποδείξει ότι η Κύπρος μπορούσε να αντιμετωπίσει εν μέρει μια εχθρική ενέργεια που θα στρεφόταν εναντίον της, αλλά όχι για μεγάλη διάρκεια. Η απόσυρση της μεραρχίας – ένα θεμελιώδες στρατηγικό σφάλμα των συνταγματαρχών – δεν μπορούσε να αναπληρωθεί, παρά μόνον με την αποστολή δύναμης ενίσχυσης μέσω θαλάσσης, ή μικρών ομάδων καταδρομέων μέσω αέρος. Η Κύπρος έπρεπε να υπερασπιστεί από την Ελλάδα σύντομα, σε επίπεδο ξηράς και θαλάσσης από κατάλληλα μέσα, τα οποία θα εξασφάλιζαν όχι απλά την παρουσία αλλά την υπεροπλία στην περιοχή των επιχειρήσεων.
Βυθίσατε τον τουρκικό Στόλο – το επιχειρησιακό σενάριο που δεν εφαρμόστηκε!

Στην ιστορία έχει αποδειχθεί με τραγικό πολλές φορές τρόπο, ότι η στρατιωτική ισχύς για να είναι σεβαστή και να έχει την απαιτούμενη αποτρεπτική χρησιμότητα, πρέπει πάνω από όλα να διέπεται από τον απαράγραπτο νόμο της αποφασιστικότητας. Δεν αρκεί να έχει ένα κράτος καλύτερα όπλα, πρωτίστως οφείλει να έχει αποφασίσει πως και με ποιον τρόπο θα τα χρησιμοποιήσει προκειμένου να μην θιγούν ζωτικά συμφέροντα. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόστηκε τις κρίσιμες ημέρες εκδήλωσης της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο, με τις γνωστές για τον Ελληνισμό συνέπειες.

Στον τομέα του ΠΝ υπήρχαν όχι μόνο τα κατάλληλα μέσα (υποβρύχια, τορπίλες) αλλά και το εκπαιδευμένο πλήρωμα για να φέρουν σε πέρας την όποια αποστολή τους είχε ανατεθεί. Υπήρξε μάλιστα και σχέδιο επίθεσης, στο πλαίσιο της πολεμικής περιπολίας που τους είχε ανατεθεί, το οποίο αν είχε εφαρμοστεί, ο τουρκικός στόλος αποτελούμενος από αποβατικά και τα συνοδά πλοία προστασίας, θα είχε υποστεί καταστροφή. Τα τουρκικά αντιτορπιλικά έφεραν ανθυποβρυχιακές τορπίλες Mk 32 εμβέλειας 6 ναυτικών μιλίων και ταχύτητα 40 κόμβων, ενώ οι SST-4 τορπίλες των Type 209 είχαν εμβέλεια 7 ναυτικά μίλια (με ταχύτητα 35 κόμβων) και 15 ναυτικά μίλια (με ταχύτητα 23 κόμβων). Τα νεότευκτα υποβρύχια μπορούσαν να καταδυθούν σε μεγάλα βάθη, παραμένοντας αθέατα, ενώ το ακουστικό ίχνος τους στα ιδιαίτερα βάθη του Αιγαίου, αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο δεν μπορούσε να επισημανθεί από τα υπάρχοντα τεχνικά μέσα των τουρκικών πλοίων. Πλέοντας σε κατάδυση με μέγιστη ταχύτητα 11 κόμβων τα υποβρύχια μπορούσαν να προσεγγίσουν την αποβατική δύναμη και να την προσβάλλουν με τορπίλες, προτού σημειωθεί οποιαδήποτε αντίδραση.

Τα ελληνικά επιχειρησιακά σχέδια προέβλεπαν ότι η μεταφορά μιας αποβατικής δύναμης μεγέθους συντάγματος συν ένα τάγμα πεζοναυτών θα απαιτούσε χρόνο 48 περίπου ωρών. Σημειώνεται ότι μόνο μέσω θαλάσσης μπορούσαν οι Τούρκοι να αποβιβάσουν βαρύ υλικό (άρματα, πυροβόλα, ερπυστριοφόρα, οχήματα).

Τι μπορούσε να είχε συμβεί; Το σενάριο δράσης θα τίθετο σε λειτουργία αμέσως μόλις είχαν επιβεβαιωθεί οι πληροφορίες περί συγκέντρωσης δυνάμεων και υλικού στα νότια παράλια και στους λιμένες επιβίβασης ανδρών και υλικού. Αμέσως μετά με κατεπείγον σήμα ο Αρχηγός Ναυτικού θα διέτασσε τα τρία από τα τέσσερα υποβρύχιαType 209 να αποπλεύσουν και να κατευθυνθούν προς την Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι από τις 17 Ιουλίου (δύο ημέρες νωρίτερα) τα Type 209 θα κινούντο προς την περιοχή των βόρειων ακτών της Κύπρου, όπου θα εγκαθιστούσαν πολεμική περιπολία.
«Τα υποβρύχια «Γλαύκος», «Νηρεύς» και «Τρίτων» απέκτησαν επαφή με την αποβατική δύναμη του εχθρού. Η εντολή που είχαν λάβει ήταν να αναμείνουν τον απόπλου και να δράσουν μόλις ο εχθρός θα περνούσε τη ζώνη των έξι ναυτικών μιλίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέχρι τότε έπρεπε να παραμείνουν αθέατα και σε καμία περίπτωση να μην εμπλακούν.

Ο εχθρός ας νόμιζε ότι ήταν ασφαλής. Η τουρκική δύναμη απέπλευσε από την Μερσίνα στις 13.00 την 19η Ιουλίου. Στις 04.00 της 20ης Ιουλίου πλησίαζαν την ακτή Πέντεμιλι της Κυρήνειας. Μόλις επιβεβαιώθηκε η πραγματική πρόθεση των Τούρκων και παραβίασαν τα χωρικά ύδατα, οι τρείς «καρχαρίες» έλαβαν θέση. Με νέο σήμα το αρχηγείο όριζε ως προτεραιότητα την καταβύθιση των αντιτορπιλικών και στη συνέχεια των βραδυκίνητων αρματαγωγών, οχηματαγωγών. Το αποβατικό τμήμα είχε ονομαστεί Ταξιαρχία «Cakmak» και αποτελείτο από τέσσερα τάγματα και 12 πυροβόλα Μ101 των 105 χλστ. Στα πλοία μεταφέρονταν επίσης 20 ΤΟΜΠ Μ113 και 15 άρματα Μ47. Το αρματαγωγό LST «Ertogrul» L401 ξεχώριζε μεταξύ των υπολοίπων σκαφών του στόλου που συγκροτείτο από 2 μέσα αποβατικά LCM, 20 αποβατικών LCU με τη συνοδεία πέντε αντιτορπιλικών και δύο κανονιοφόρων.

Πρώτο έβαλε το «Γλαύκος» στόχος ήταν το Adatepe D-353 ένα από τα συνοδά πλοία, το οποίο επλήγη με δύο τορπίλες μπροστά στην πλώρη και στην μέση. Η έκρηξη ήταν συγκλονιστική καθώς κομμάτια φλεγόμενου μετάλλου εκτοξεύθηκαν προς όλες τις πλευρές. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτιζαν το ματωμένο πρωινό της 20ηςΙουλίου, καθώς διαπλέκονταν με το φως των πυρκαγιών και τη λάμψη των εκρήξεων. Πριν ακόμη ο στόλος συνέλθη από την έκπληξη, άλλες δύο δίδυμες διαδοχικές εκρήξεις σημειώθηκαν στα αντιτορπιλικά Kocatepe D-354 καιTinaztepe D-355 που γέμισαν καπνούς και φλόγες. Ηταν η σειρά του «Νηρεύς» και του «Τρίτων» να γευτούν τη χαρά της επιτυχίας. Οι τορπίλες SST-4 είχαν εκπληκτικά αποτελέσματα.

Τα πλοία έμοιαζαν με ξεκοιλιασμένα θαλάσσια κοίτη. Παντού επικράτησε πανικός, καθώς άνδρες πήδαγαν στη θάλασσα μέσα στις φλόγες, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να πιαστούν από ότι επέπλεε. Ο ναυτικός διοικητής δεν πίστευε στα μάτια του, καθώς οι υπηρεσίες πληροφοριών του είχαν δώσει διαφορετική εικόνα, περί ενδεχόμενης ελληνικής αντίδρασης. Ο στόλος ήταν καταδικασμένος και οι κυβερνήτες των πλοίων περίμεναν τη σειρά τους.

Ήταν αδύνατο να εντοπίσουν τα υποβρύχια τα οποία εντός ολίγων λεπτών εξαπέλυσαν το δεύτερο κύμα τορπιλών. Τα εναπομείναντα δύο αντιτορπιλικά είχαν αρχίσει να εκτελούν ελιγμούς διαφυγής όταν ένα από αυτά συγκρούστηκε με ένα LCU το οποίο βύθισε αύτανδρο. Το δεύτερο ανέκρουσε πρύμνη προς την Τουρκία αλλά δεν κατάφερε να χαρεί την ευκαιρία διαφυγής, καθώς μια τορπίλη το βρήκε στην πρύμνη, αχρηστεύοντας το πηδάλιο. Η χαριστική βολή επήλθε μετά από δέκα λεπτά.

Στο μεταξύ ο «Γλαύκος» δάγκωσε με τρεις τορπίλες το Ertogrul που τυλίχθηκε στις φλόγες και ανατινάχθηκε μέσα σε μια απόκοσμη πρωϊνή λάμψη. «Ζήτω το Εθνος», «Ζήτω το Πολεμικό Ναυτικό» φώναζαν μαζί κυβερνήτες και πλήρωμα. Μέσα στην επόμενη μισή ώρα όλα τα αποβατικά πρόσθεσαν τις μεταλλικές τους λαμαρίνες στον βυθό της Κυρήνειας. Το τέλος της «Ειρηνευτικής Επιχείρησης» γράφτηκε με ένα σύντομο τηλεγράφημα από την Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα: «Διακόψατε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση κατά της Κύπρου»...».

Η πραγματική δράση των υποβρυχίων Type 209

Τα υποβρύχια Type 209/1100 βρίσκονταν σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα καθώς από τις 8 Ιουνίου 1972, αρχής γενομένης με το «Γλαύκος» (S110) ξεκίνησαν να λαμβάνουν μέρος στις εθνικές ασκήσεις και σε επιχειρήσεις του ΠΝ. Τον Απρίλιο του 1974 πραγματοποιήθηκε η έξοδος στο Αιγαίο του τουρκικού σκάφους ερευνών Chantarli. Η Διοίκηση Υποβρυχίων (ΔΥ) εκτελώντας εντολές έθεσε τα σκάφη της σε αυξημένη ετοιμότητα, εφοδιάζοντάς τα παράλληλα με τον προβλεπόμενο φόρτο μάχης. Ήταν η πρώτη φορά που τα Type 209 κλήθηκαν να αναλάβουν δράση με πεδίο δράσης το Αιγαίο. Σε κάθε υποβρύχιο φορτώθηκαν οκτώ τορπίλες τύπου SST-4, τέσσερις τύπουMk. 37-3 και τέσσερις Mk 14/23.


To αντιτορπιλικό Kocatepe στις φλόγες.
ΦΩΤΟ: http://imageshack.us/photo/


 Το ξημέρωμα της 19ης Ιουλίου 1974 το υποβρύχιο «Γλαύκος» (S110) με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Βασίλειο Γαβριήλ διατάχθηκε για άμεσο απόπλου. Αφού ανεφοδιάστηκε με τορπίλες και τρόφιμα για ταξίδι 30 ημερών. Ο τότε Αρχηγός Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης απέστειλε σήμα προς τον Διοικητή Στόλου αντιναύαρχο Πολυζώη Καλογερόπουλο και τον Διοικητή Στολίσκου Υποβρυχίων (ΣΥΒ) πλοίαρχο Ανδρέα Βαφειάδη διατάσσοντας τα υποβρύχια «Γλαύκος» (S110), «Νηρεύς» (S111) κυβερνήτης πλωτάρχης Ιωάννης Παναγιωτόπουλος , «Τρίτων» (S112) κυβερνήτης πλωτάρχης Σταμάτιος Δριτσάκος και «Πρωτεύς» (S113) κυβερνήτης πλωτάρχης Βασίλειος Κηρύκος, να αποπλεύσουν άμεσα από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και να πλεύσουν στην περιοχή της Ρόδου, με το πρόσχημα εκτέλεσης εθνικής άσκησης και: «… να αναφέρουν εντοπισμούς μονάδων Β΄ κράτους (Τουρκία) ως και παντός ετέρου πολεμικού πλοίου». Πράγματι τα τρία από τα τέσσερα Type 209 απέπλευσαν το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου πριν ακόμη εκδηλωθεί η τουρκική απόβαση στην Κύπρο. Σημειώνεται ότι τα υποβρύχια δεν έλαβαν διαταγή πλού ή επιχειρήσεων διότι ο άμεσος απόπλους ήταν η πρώτη προτεραιότητα! Κάθε υποβρύχιο είχε αναλάβει τομέα περιπολίας και όλα κινήθηκαν σε ανάδυση προς τις Κυκλάδες.

Οι κυβερνήτες έλαβαν την επομένη (20η Ιουλίου) αστραπιαίο σήμα με το οποίο ενημερώνοταν ότι είχε εκτελεσθεί απόβαση και αεραπόβαση στην Κύπρο από τις τουρκικές δυνάμεις. Λόγω των εξελίξεων τα υποβρύχια καταδύθηκαν αμέσως και συνέχισαν τον πλού τους με ταχύτητα 7-8 κόμβων ευρισκόμενα σε περισκοπικό βάθος. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα υποβρύχια δεν μπορούσαν να φθάσουν εγκαίρως στην περιοχή της απόβασης (μόνο τα μαχητικά αεροσκάφη είχαν τέτοιες δυνατότητες) λόγω ταχύτητας πλεύσης και φυσικά της μεγάλης απόστασης. Άλλωστε μετά από την ολοκλήρωση της αποβίβασης δυνάμεων επέστρεψε στο λιμάνι της Μερσίνας το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου.

Εξω από την Κυρήνεια παρέμειναν τρία τουρκικά αντιτορπιλικά, τα οποία έβαλαν με τα πυροβόλα τους κατά των ελληνικών θέσεων για να ανακουφίσουν το προγεφύρωμα στην Κυρήνεια. Από τα προαναφερόμενα γίνεται σαφές ότι παρότι ήταν γνωστές οι τουρκικές προθέσεις τα υποβρύχια άργησαν να αποπλεύσουν από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, με ευθύνη της ηγεσίας και έτσι δεν μπορούσαν να απειλήσουν την αρχική φάση της απόβασης. Ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έθεσε εγκαίρως αυτές σε κατάσταση ετοιμότητας και ο αρχηγός Ναυτικού δεν απέστειλε τα Type 209 ενωρίτερα έτσι ώστε να έχουν λάβει θέσεις βολής ενώ ο τουρκικός στόλος θα απέπλεε από την Μερσίνα ή κατά την φάση της απόβασης.

Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου 1974 (16.10) τα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» διατάχθηκαν με σήμα από το Αρχηγείο Ναυτικού (ΑΝ 4572, ΗΩΠ 201518 Ιουλίου 74): «… πλεύσατε εν καταδύσει το ταχύτερον δυνατόν υπό πολεμικάς συνθήκας και εγκαταστήσατε πολεμικάς περιπολίας εις κάτωθι τομείς: Α. - Τρίτων …., Β. – Γλαύκος ……. μεταξύ μεσημβρινών 32ο 30΄Α – 33ο 30΄Α και από ακτάς Κύπρου έως ακτάς Τουρκίας. Γ. – Νηρεύς μεταξύ μεσημβρινών 33ο 30΄Α-34ο 30΄Α και από ακτάς Κύπρου έως ακτάς Τουρκίας. Δ.- Πρωτεύς…..». Ο «Τρίτων» θα περιπολούσε στην περιοχή της Ρόδου και ο «Πρωτεύς» στο Κεντρικό Αιγαίο μεταξύ Λέσβου, Χίου, Ψαρών και Σκύρου. Ήταν μια άμεση σαφής εντολή πλεύσης προς την θερμή περιοχή γεγονός που αντικατόπτριζε την – όπως αρχικά νομιζόταν – θέληση της στρατιωτικής κυβέρνησης να παρέμβει δυναμικά και να προσβάλλει την τουρκική αποβατική δύναμη. Το υποβρύχιο «Γλαύκος» έπλεε 15 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά της Καρπάθου και μετά από το σήμα κινήθηκε προς την Κύπρο, ενώ το «Νηρεύς» βρισκόταν 18 ναυτικά μίλια νότια της Ρόδου.
Την επόμενη ημέρα 21η Ιουλίου στις 07.00 το πρωί εκδηλώθηκε νέα αποβατική επιχείρηση στην περιοχή Πεντεμίλια, όταν τέσσερα αρματαγωγά σκάφη τύπου LCTμε συνοδεία τριών αντιτορπιλικών και μιας τορπιλάκατου αποβίβασαν ενισχύσεις (πεζικό, τεθωρακισμένα και εφόδια) δύναμης τάγματος και ένας ουλαμός αρμάτων. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τα τουρκικά αντιτορπιλικά συνέχιζαν να προσβάλλουν με τα πυροβόλα τους τις δυνάμεις άμυνας.

Το βράδυ της 21ης Ιουλίου και ενώ τα «Γλαύκος» και «Νηρεύς» έπλεαν σε απόσταση 88 και 122 ναυτικών μιλίων αντίστοιχα δυτικά της Κύπρου (140 και 164 ναυτικά μίλια αντίστοιχα από την Κυρήνεια) έλαβαν νέο σήμα (ΑΝ 4658, ΗΩΠ 211300 Ιουλίου 74) από το Αρχηγείο Ναυτικού, βάσει του οποίου διατάσσονταν: «… άμα λήψει πλεύσατε εν καταδύσει εις τομείς περιπολίας…». Οι κυβερνήτες και τα πληρώματα θεωρούσαν ότι η ώρα της δράσης και της τιμωρίας του εχθρού πλησίαζε. Μπορεί να είχαν χάσει την πρώτη ευκαιρία αλλά σύντομα θα τους παρουσιαζόταν νέα. Για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία ελληνικά υποβρύχια θα κτυπούσαν αλύπητα το Τουρκικό Ναυτικό. Όμως η νέα διαταγή τα ανάγκαζε να γυρίσουν πίσω! Οι στιγμές ήταν γεμάτες ένταση, καθώς οι σιλουέτες των Type209 διαγράφονταν αμυδρά μέσα στο σκοτάδι καθώς ανέστρεφαν πορεία προς δυσμάς. Ο «Γλαύκος» προωθήθηκε στην περιοχή νοτιοανατολικά Ρόδου-Καρπάθου και ο «Νηρεύς» δυτικά της Καρπάθου.

Στις 22 Ιουλίου στις 19.30 οι κυβερνήτες των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς» έλαβαν νέο σήμα (ΑΝ 4724, ΗΩΠ 221500 Ιουλίου 1974) από το αρχηγείο που διέτασσε: «… άμα λήψει πλεύσατε υπό πολεμικάς συνθήκας εν καταδύσει το ταχύτερον δυνατόν και εγκαταστήσατε πολεμικάς περιπολίας εις τομείς ….. 2…… 3. Αποφύγατε εντοπισμόν και εμπλοκήν. 4. Μέτρα αμύνης ως εν πολέμω. 5. Επίθεσις κατά Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων με προτεραιότητα κατά σειράν αντιτορπιλικά-μεταγωγικά θα διαταχθή δια νεωτέρας πλην περιπτώσεως ανωτέρω παραγράφου 4… ». Επρόκειτο για δραματική αλλαγή, καθώς τα υποβρύχια διατάχθηκαν εκ νέου να πλεύσουν βορείως της Κύπρου έτοιμα να βυθίσουν τουρκικά πλοία!
Την επόμενη ημέρα 23 Ιουλίου τα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» βρίσκονταν 46 ναυτικά μίλια δυτικά της Κύπρου (98 ναυτικά μίλια δυτικά της Κυρήνειας), όταν στις 19.30 έλαβαν ξανά σήμα επιστροφής στους τομείς περιπολίας (ΑΝ 4775, ΗΩΠ 231400 Ιουλίου 74): «… άμα λήψει πλεύσατε εν καταδύσει υπό πολεμικές συνθήκες και αναλάβατε περιπολίας ως ακολούθως:…. 2. Κατά τον πλουν και εντός του τομέως περιπολίας αποφύγετε εντοπισμόν και εμπλοκήν. 3…». Η διαταγή δόθηκε καθώς είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Τα δύο υποβρύχια καθόλη τη διάρκεια των γεγονότων δεν εντόπισαν τουρκικά πολεμικά πλοία, καθώς βρίσκονταν μακριά από την περιοχή των επιχειρήσεων. Το «Γλαύκος» διάνυσε 1.217 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενο 170 ώρες και 28 λεπτά σε κατάδυση, ενώ το «Νηρεύς» διάνυσε 1.320 ναυτικά μίλια ευρισκόμενο 217 ώρες σε κατάδυση.

Το υποβρύχιο «Νηρεύς» εκτέλεσε δεύτερη πολεμική περιπολία τα μεσάνυκτα μεταξύ 3ης προς 4η Αυγούστου μετά από φόβους περί επικείμενης νέας επιθετικής δραστηριότητας εκ μέρους των Τούρκων. Στις 5 το πρωί της 4ης Αυγούστου διατάχθηκε να εγκαταστήσει πολεμική περιπολία νοτίως της Ρόδου. Στις 10 Αυγούστου και τα τέσσερα Type 209 ξεκίνησαν να περιπολούν γύρω από την Ρόδο. Στις 14 Αυγούστου στις 07.50 τα «Πρωτεύς» και «Τρίτων» διατάχθηκαν να αναλάβουν περιπολίες βόρεια της Κύπρου. Στις 12.00 της 14ης Αυγούστου ο «Νηρεύς» εντόπισε τουρκικό περιπολικό που παρακολουθούσε την κίνηση στο λιμάνι της Ρόδου.

Στη συνέχεια τα υποβρύχια διατάχθηκαν να επιστρέψουν πίσω.
Το υποβρύχιο «Τρίτων» είχε εγκαταστήσει περιπολία στην περιοχή της Ρόδου και στις 24 Ιουλίου κατέπλευσε στην Σαλαμίνα, έχοντας διανύσει συνολικά 707 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενο σε κατάδυση 107 ώρες και 10 λεπτά. Την 1η Αυγούστου κατέπλευσε και το «Πρωτεύς» έχοντας διανύσει 1.096 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενο σε κατάδυση για 273 ώρες και τέσσερα λεπτά.

Το υποβρύχιο αποτελεί ένα αμιγώς επιθετικό οπλικό σύστημα. Δεν υφίσταται αμυντική χρήση του, καθώς όταν σταλεί σε περιοχή επιχειρήσεων, η απόφαση συνάδει με την επίδειξη πυγμής έναντι του αντιπάλου. Το υποβρύχιο φθάνει πρώτο και αποχωρεί τελευταίο, ενώ λόγω της ικανότητας να παραμείνει αθέατο μπορεί να αποτελέσει το κύριο στοιχείο αιφνιδιασμού του αντιπάλου, έχοντας την ευχέρεια να εκτελέσει την πρώτη βολή, «να χύσει το πρώτο αίμα». Κάθε άλλη χρήση του δεν είναι ενδεικνυόμενη και ιδιαίτερα όταν απειλούνται ευθέως ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Αν δεν χρησιμοποιηθεί επιθετικά, το υποβρύχιο χάνει την αξία του και υποβιβάζεται σε έναν δαπανηρό θεατή της ιστορίας.

Επίλογος

Το πνεύμα του Θεμιστοκλή, του Άστιγγος, του Κανάρη και του Κουντουριώτη έλλειπε από τους αξιωματικούς που «έπρεπε» να λάβουν την απόφαση και να προσβάλλουν τον αποβατικό στόλο. Δεν κατεγράφη – ή αν υπήρξε δεν εμφορείτο από επαρκές σθένος – η τάση ρίσκου που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους στρατιωτικούς ηγέτες και ειδικά τους κυβερνήτες πολεμικών πλοίων. Οι Κορίνθιοι χαρακτήριζαν τους Αθηναίους «Παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες» (Θουκυδίδης Α 70) για να υπογραμμίσουν την έμφυτη τάση τους να δρουν πέρα και έξω από κανόνες και πλαίσια, όταν προάσπιζαν το συμφέρον τους.

 Η καταβύθιση τουρκικών πλοίων θα ανέστειλε την προέλαση ή θα ακύρωνε την απόβαση, καθώς οι ΗΠΑ διαβλέποντας τις εξελίξεις είναι δεδομένο ότι θα παρέμβαιναν άμεσα. Σε κάθε περίπτωση δεν θα είχαμε ούτε Αττίλα ΙΙ, ούτε το 40% του κυπριακού εδάφους υπό κατοχή. Θυμίζουμε ότι είχαμε υπεροχή και σε μαχητικά (F-4E, ΤΠΚ, άρματα ΑΜΧ-30 και καλύτερη εκπαίδευση και υποδομές όπως θωρακισμένα καταφύγια αεροσκαφών) γεγονός που προδίκαζε το που θα έγειρε η πλάστιγγα σε αεροναυτικές επιχειρήσεις. Η κατάρριψη του τουρκικού F-102 από το F-5 του Δινόπουλου υπάγεται ακριβώς σε αυτήν τη νοοτροπία. Η Αεροπορία έδωσε το παράδειγμα, το Ναυτικό μπορούσε να ακολουθήσει. Βέβαια υπάρχουν οι σκισμένες σελίδες των ημερολογίων των πλοίων, οι οποίες κρύβουν πολλά – και για ορισμένους αποκαλυπτικά – μυστικά….

Τα σκισμένα ημερολόγια με τις «χαμένες» σελίδες
Τα γεγονότα του 1974 καλύπτονται από πέπλο μυστηρίου. Στο σημείο αυτό αξίζει να καταθέσουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η οποία όπως και οι λοιπές από τα ημερολόγια των πλοίων προέρχονται από την εξαιρετική έκδοση των αντιναυάρχων ε.α. Επίτιμων Αρχηγών Στόλου, Τιμόθεου Μασούρα και Θωμά Κατωπόδη («ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ», δύο τόμοι, Εκδόσεις ΝΑΥΤΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ). Από το γενικό μητρώο του «Γλαύκος» αποκαλύπτεται ότι εκτέλεσε και άλλες τρεις πολεμικές περιπολίες: α) Μεταξύ 30 Ιουλίου και 3 Αυγούστου διανύοντας 461 ναυτικά μίλια, β) μεταξύ 4 και 18 Αυγούστου διανύοντας 1.321 ναυτικά μίλια και γ) μεταξύ 26 Σεπτεμβρίου και 4 Οκτωβρίου διανύοντας 720 ναυτικά μίλια. Όμως δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για τις τρεις αυτές περιπολίες, καθώς από τα ημερολόγια και τα αρχεία οι σελίδες έχουν κοπεί! Όπως μάλιστα σημειώνουν οι συγγραφείς του δίτομου έργου: «εικάζεται ότι όλα αυτά τα ντοκουμέντα πρέπει να συνελέγησαν όταν γινόντουσαν οι ανακρίσεις, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, για το Κυπριακό και φυλάσσονται ερμητικά κλειστά, κατά πληροφορίες, στη Βουλή των Ελλήνων» (!).

Ομοίως από το γενικό μητρώο του «Νηρεύς» διαπιστώνεται ότι εκτελέσθηκαν άλλες δύο πολεμικές περιπολίες, τα στοιχεία για τις οποίες έχουν αποκοπεί: α) απόπλους στις 6 Σεπτεμβρίου κατά τον οποίο διανύθηκαν 1.364 ναυτικά μίλια και β) στις 26 Σεπτεμβρίου διανύοντας 308 ναυτικά μίλια. Επίσης από το μητρώο και το αρχείο του «Τρίτων» λείπουν οι σελίδες που αναφέρονται σε τρεις πολεμικές περιπολίες που εκτελέσθηκαν: α) μεταξύ 27 Ιουλίου και 4 Αυγούστου οπότε διανύθηκαν 803 ναυτικά μίλια, β) μεταξύ 11 και 26 Αυγούστου που διανύθηκαν 1.600 ναυτικά μίλια και γ) από τις 5 έως τις 14 Σεπτεμβρίου όπου διανύθηκαν 736 ναυτικά μίλια. Σημειώνεται ότι στις 17 Αυγούστου και ενώ ο «Τρίτων» βρισκόταν σε απόσταση 130 ναυτικών μιλίων από την Κυρήνεια, έλαβε εντολή ανάκλησης, αναλαμβάνοντας καθήκοντα περιπολίας στην Ρόδο.

Η ίδια κατάσταση παρατηρείται και στο ημερολόγιο του «Πρωτεύς» το οποίο φαίνεται ότι έχει εκτελέσει άλλες δύο πολεμικές περιπολίες: α) μεταξύ 10 και 24 Αυγούστου όταν διατάχθηκε μαζί με τα άλλα Type 209 να πλεύσουν στην Ρόδο . Στη συνέχεια με σήμα στις 15 Αυγούστου διατάχθηκε να πλεύσει μαζί με το «Τρίτων» στην Κύπρο και ενώ βρισκόταν 100 ναυτικά μίλια από την Κυρήνεια με νέα διαταγή επέστρεψε, έχοντας διανύσει 1.500 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενο σε κατάδυση 313 ώρες και 23 λεπτά, β) μεταξύ 15 και 28 Σεπτεμβρίου όταν διάνυσε 1.350 ναυτικά μίλια, ευρισκόμενο σε κατάδυση 287 ώρες και 38 λεπτά.
Συνεπώς όπως διαφαίνεται υπάρχουν ακόμη κρυμμένα μυστικά σχετικά με την αποστολή των υποβρυχίων, τα οποία 37 χρόνια μετά, κάποιοι θεωρούν ότι θα πρέπει να μείνουν μακριά από το φως της αλήθειας…
Περί Αλός
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής
http://sklantzithres.blogspot.gr/