Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ανήμερα της μεγάλης χριστιανικής γιορτής του Αγίου Δημητρίου, ο Τούρκος Χασάν Ταξίν πασάς αποδέχθηκε το τελεσίγραφο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού καταθέτοντας τα όπλα και παραδίδοντας την Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό στρατό. Ολόκληρη η δύναμη της Τουρκικής φρουράς (24.000 άνδρες και 1.000 αξιωματικοί θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι, ενώ η πόλη περνούσε υπό την Ελληνική κυριαρχία. Η απελευθέρωση της πόλης ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα (27 Οκτωβρίου) όταν μπήκε και παρήλασε στην πόλη το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου και η 8η μεραρχία.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελληνική κυριαρχία στην πόλη ήταν η έλευση των Βουλγάρων που εποφθαλμιούσαν την Θεσσαλονίκη και αδυνατούσαν να αποδεχθούν ότι οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τους είχαν προλάβει. Έτσι όταν η παράδοση της πόλης είχε ήδη γίνει από τους Τούρκους στους Έλληνες και είχε υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης βρέθηκε η 7η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Θεοδόρωφ. Η μεραρχία αυτή δεν είχε εμπλακεί σε εχθροπραξίες και η παρουσία της εξέφραζε την επιθυμία της Βουλγαρίας να αμφισβητήσει την Ελληνική κυριότητα στην Θεσσαλονίκη.Η αμφισβήτηση αυτή εδραζόταν στο γεγονός ότι η συνθήκη μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων που είχε υπογραφεί πριν την έναρξη του πολέμου, δεν προέβλεπε σαφώς τα εδαφικά κέρδη για τον κάθε εταίρο της μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο λόγος ήταν ότι ποτέ μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα. Πάντως φαινόταν αδιαμφισβήτητο πως η στρατιωτική κατοχή σε εδάφη δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί με συνθήκη και όχι με νέα προσφυγή στα όπλα. Εκτός αυτού στην Βουλγαρική μεραρχία υπηρετούσαν 2 γόνοι της Βουλγαρικής Βασιλικής οικογένειας, ο Βούλγαρος διάδοχος Βόρις και ο πρίγκιπας Κύριλλος, γεγονός που είχε μεγάλη συμβολική σημασία.
Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δεν διέφυγε της Ελληνικής αντιπροσωπείας που βρισκόταν επί τόπου. Ο Ίων Δραγούμης που συμμετείχε στην Ελληνική αντιπροσωπεία, έστειλε αγωνιώδες μήνυμα στον Διάδοχο ότι ο Ελληνικός στρατός όφειλε οπωσδήποτε να εισέλθει το ταχύτερο δυνατό στην πόλη χωρίς την παραμικρή αναβολή. Αφού οι Ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν τελικά εγκαίρως την Θεσσαλονίκη και απέτυχαν όλες οι Βουλγαρικές δολοπλοκίες να τους παραδοθεί η Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, ο Θεοδόρωφ ζήτησε άδεια από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο για να εισέλθουν στην Θεσσαλονίκη 2 λόχοι της μεραρχίας του δήθεν για να "ξεκουραστούν" επειδή σε αυτούς υπηρετούσαν τα μέλη της Βουλγαρικής οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκατάθεση η να καθυστερήσει την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, ενώ ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε από
την Αθήνα να μην γίνει αποδεκτό το σχετικό Βουλγαρικό αίτημα. Τελικώς ο Κωνσταντίνος έδωσε την συγκατάθεση του χωρίς να περιμένει την απάντηση του Βενιζέλου και οι Βούλγαροι εισήλθαν και κατέλυσαν στην πόλη με δύναμη που άγγιζε ένα πλήρες Σύνταγμα πεζικού.
Οι Βούλγαροι πέτυχαν να πάρουν την συγκατάθεση του διαδόχου καθώς τον εκβίασαν πως ακόμη και αν δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, δεν θα πειθαρχούσαν στην απαγόρευση και έτσι οι σχέσεις των 2 συμμάχων θα έβαιναν προς ρήξη στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η είσοδος των Βουλγαρικών στρατευμάτων όμως υπήρξε υποβαθμισμένη και δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των πολιτών της Θεσσαλονίκης και των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Βούλγαροι είχαν φτάσει δεύτεροι και πιθανή επικυριαρχία τους στην Θεσσαλονίκη φάνταζε απίθανη. Σε τελευταία ανάλυση η είσοδος τους στην πόλη έγινε με καθυστέρηση, δεν είχε στρατιωτικό περιεχόμενο και εξαρτήθηκε από την Ελληνική συγκατάθεση και καλή διάθεση.
Οι Βούλγαροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντιπρόσωποι που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη καταλάβαιναν ότι η κατάσταση δεν τους ευνοούσε και για τον λόγο αυτό είχαν καταστεί ευερέθιστοι και επιθετικοί. Οι Βούλγαροι στρατιώτες δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα και έρχονταν σε προστριβές με πολίτες αλλά και με την Ελληνική Χωροφυλακή και τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Αρχών. Ο διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος με διπλωματικότητα προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπίες με τις "συμμαχικές" Βουλγαρικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πόλη, αλλά τα
συχνά επεισόδια και οι παρεξηγήσεις δυσκόλευαν το έργο του. Πολύ σύντομα άλλωστε φάνηκε πως οι Βούλγαροι μόνο για ξεκούραση δεν είχαν σταθμεύσει στην πόλη, αλλά αντιθέτως η παρουσία τους έμοιαζε να είναι μια άτεχνη προσπάθεια είτε για να δημιουργήσουν τετελεσμένα για συγκυριαρχία είτε για πολεμικό αντιπερισπασμό σε μια μελλοντική ρήξη, που πλέον δεν φάνταζε απίθανη.
Τότε η Ελληνική κυβέρνηση και ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισαν να κάνουν ότι ήταν δυνατόν για να ενισχυθεί συμβολικά (εκτός από στρατιωτικά) η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη: ορίστηκε ο Ρακτιβάν γενικός διοικητής Μακεδονίας, νομάρχης ο Περικλής Αργυρόπουλος, ενώ στάλθηκαν χίλιοι βρακοφόροι Κρητικοί ως χωροφυλακή για την πόλη. Ταυτόχρονα με αυτά η Ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλιά Γεώργιου στην Θεσσαλονίκη, που αναμφίβολα θα είχε ένα μεγάλο συμβολικό βάρος και θα διατράνωνε την Ελληνική αποφασιστικότητα να παραμείνει η Θεσσαλονίκη Ελληνική. Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1912 ο γηραιός Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος Α΄εισήλθε έφιππος στην Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ενώ τον υποδέχθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης.«Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου.
Μεταφέρουμε από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», ένα απόσπασμα από μια πολύτιμη μαρτυρία του παλιού πολεμιστή Χαρίλαου Χαρίση από τις πρώτες ώρες του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη...
«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην. Ηκολούθει έφιππος ο συντ/ρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν...»
«Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια και ένα πλήθος Ελλήνων περικυκλώσαμε και ανεμίζοντας τα πηλήκια στον αέρα, ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Διάδοχος, Ζήτω ο γενναίος ελληνικός στρατός. Όλοι φιλήσαμε την πολεμικήν σημαίαν με δάκρυα χαράς. Και επειδή δεν ήτο δυνατόν να σφίξουμε το χέρι του έφιππου συνταγματάρχη, άλλοι θωπεύαμε τις μπότες του και όλοι μαζί βαδίζοντες μεταξύ των τετράδων των ευζώνων και έχοντες εν κύκλω τον συνταγματάρχην, εζητωκραυγάζαμε συνεχώς...».
Η είσοδος των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσε μοναδικές εκρήξεις χαράς και ρίγη έξαλλου ενθουσιασμού. Έχουμε πολλές περιγραφές από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε η πόλη, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες και στρατιωτικούς, ενώ εντυπωσίαζε το γεγονός πού είχαν βρεθεί σε λίγες μόνο ώρες αμέτρητες ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν υψωθεί στα μπαλκόνια.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελληνική κυριαρχία στην πόλη ήταν η έλευση των Βουλγάρων που εποφθαλμιούσαν την Θεσσαλονίκη και αδυνατούσαν να αποδεχθούν ότι οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τους είχαν προλάβει. Έτσι όταν η παράδοση της πόλης είχε ήδη γίνει από τους Τούρκους στους Έλληνες και είχε υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης βρέθηκε η 7η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Θεοδόρωφ. Η μεραρχία αυτή δεν είχε εμπλακεί σε εχθροπραξίες και η παρουσία της εξέφραζε την επιθυμία της Βουλγαρίας να αμφισβητήσει την Ελληνική κυριότητα στην Θεσσαλονίκη.Η αμφισβήτηση αυτή εδραζόταν στο γεγονός ότι η συνθήκη μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων που είχε υπογραφεί πριν την έναρξη του πολέμου, δεν προέβλεπε σαφώς τα εδαφικά κέρδη για τον κάθε εταίρο της μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο λόγος ήταν ότι ποτέ μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα. Πάντως φαινόταν αδιαμφισβήτητο πως η στρατιωτική κατοχή σε εδάφη δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί με συνθήκη και όχι με νέα προσφυγή στα όπλα. Εκτός αυτού στην Βουλγαρική μεραρχία υπηρετούσαν 2 γόνοι της Βουλγαρικής Βασιλικής οικογένειας, ο Βούλγαρος διάδοχος Βόρις και ο πρίγκιπας Κύριλλος, γεγονός που είχε μεγάλη συμβολική σημασία.
Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δεν διέφυγε της Ελληνικής αντιπροσωπείας που βρισκόταν επί τόπου. Ο Ίων Δραγούμης που συμμετείχε στην Ελληνική αντιπροσωπεία, έστειλε αγωνιώδες μήνυμα στον Διάδοχο ότι ο Ελληνικός στρατός όφειλε οπωσδήποτε να εισέλθει το ταχύτερο δυνατό στην πόλη χωρίς την παραμικρή αναβολή. Αφού οι Ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν τελικά εγκαίρως την Θεσσαλονίκη και απέτυχαν όλες οι Βουλγαρικές δολοπλοκίες να τους παραδοθεί η Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, ο Θεοδόρωφ ζήτησε άδεια από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο για να εισέλθουν στην Θεσσαλονίκη 2 λόχοι της μεραρχίας του δήθεν για να "ξεκουραστούν" επειδή σε αυτούς υπηρετούσαν τα μέλη της Βουλγαρικής οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκατάθεση η να καθυστερήσει την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, ενώ ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε από
Βουλγαρικά στρατεύματα παρελαύνουν στην Καμάρα |
Οι Βούλγαροι πέτυχαν να πάρουν την συγκατάθεση του διαδόχου καθώς τον εκβίασαν πως ακόμη και αν δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, δεν θα πειθαρχούσαν στην απαγόρευση και έτσι οι σχέσεις των 2 συμμάχων θα έβαιναν προς ρήξη στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η είσοδος των Βουλγαρικών στρατευμάτων όμως υπήρξε υποβαθμισμένη και δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των πολιτών της Θεσσαλονίκης και των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Βούλγαροι είχαν φτάσει δεύτεροι και πιθανή επικυριαρχία τους στην Θεσσαλονίκη φάνταζε απίθανη. Σε τελευταία ανάλυση η είσοδος τους στην πόλη έγινε με καθυστέρηση, δεν είχε στρατιωτικό περιεχόμενο και εξαρτήθηκε από την Ελληνική συγκατάθεση και καλή διάθεση.
Οι Βούλγαροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντιπρόσωποι που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη καταλάβαιναν ότι η κατάσταση δεν τους ευνοούσε και για τον λόγο αυτό είχαν καταστεί ευερέθιστοι και επιθετικοί. Οι Βούλγαροι στρατιώτες δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα και έρχονταν σε προστριβές με πολίτες αλλά και με την Ελληνική Χωροφυλακή και τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Αρχών. Ο διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος με διπλωματικότητα προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπίες με τις "συμμαχικές" Βουλγαρικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πόλη, αλλά τα
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εισέρχεται στην Θεσσαλονίκη |
Τότε η Ελληνική κυβέρνηση και ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισαν να κάνουν ότι ήταν δυνατόν για να ενισχυθεί συμβολικά (εκτός από στρατιωτικά) η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη: ορίστηκε ο Ρακτιβάν γενικός διοικητής Μακεδονίας, νομάρχης ο Περικλής Αργυρόπουλος, ενώ στάλθηκαν χίλιοι βρακοφόροι Κρητικοί ως χωροφυλακή για την πόλη. Ταυτόχρονα με αυτά η Ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλιά Γεώργιου στην Θεσσαλονίκη, που αναμφίβολα θα είχε ένα μεγάλο συμβολικό βάρος και θα διατράνωνε την Ελληνική αποφασιστικότητα να παραμείνει η Θεσσαλονίκη Ελληνική. Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1912 ο γηραιός Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος Α΄εισήλθε έφιππος στην Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ενώ τον υποδέχθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης.«Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.