Η μεγάλη σφαγή των Συρακουσών (415-413 π.Χ.): Η εμφάνιση του Αλκιβιάδη στον πολιτικό χώρο συνδέεται με τη μεγάλη καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. Το τραγικό σε αυτή τη σύρραξη είναι η μεταφορά του εμφυλίου πολέμου της μητροπολιτικής Ελλάδας στον αποικιακό χώρο.
Εκεί η αιματοχυσία μεταξύ των Ελλήνων πήρε μεγάλες διαστάσεις. Πεπειραμένοι στρατηγοί και βετεράνοι οπλίτες, συνεπικουρούμενοι από νέες στρατιωτικές μονάδες με ευέλικτα σχήματα και νέα αντίληψη των πολεμικών επιχειρήσεων, "έβαλαν φωτιά" στον εύφλεκτο χώρο των πλούσιων αποικιών τους.
Στη σύγκρουση των δυο μεγάλων πολεμικών μηχανών, της Αθήνας και της Σπάρτης, οι άποικοι σύμμαχοί τους, και από τα δυο στρατόπεδα, διέθεσαν τα νέα οπλικά συστήματα των οπλουργών τους (καταπέλτες, πολυβόλες μηχανές, πολιορκητικούς πύργους, αρπάγες και άλλα), που αποδείχθηκαν φονικά όπλα. Μάλιστα παρατηρήθηκε το φαινόμενο της σύγχυσης στις συγκρούσεις, αφού οι Δωριείς και των δύο παρατάξεων είχαν σχεδόν τον ίδιο πολεμικό παιάνα, με αποτέλεσμα να συγκρούονται φιλικές μονάδες μεταξύ τους.
Στην πρώτη επιχείρηση κατά των Συρακουσών, 50 Αθηναίοι και 260 Συρακούσιοι έπεσαν νεκροί. Ακολούθησε αθηναϊκή ήττα στην ξηρά και καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στη θάλασσα. Η ναυμαχία ήταν βιαιότατη και οι απώλειες και των δυο παρατάξεων μεγάλες. Συρακούσιοι περισυνέλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς κι έστησαν τρόπαιο. Οι Αθηναίοι, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου, ούτε που σκέφτηκαν τους νεκρούς τους. Το μόνο που επιζητούσαν ήταν η φυγή, που μετά από οκτώ μέρες μεταβλήθηκε σε πλήρη καταστροφή και διάλυση.
Τις δραματικές στιγμές της υποχώρησης περιγράφει ο Θουκυδίδης ως εξής:
"Εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, ένιωθε ο καθένας, μεγάλη κατάθλιψη για τα όσα έβλεπε και τα όσα σκεπτόταν. Καθώς οι νεκροί ήταν άταφοι, όταν κανείς αναγνώριζε έναν σύντροφο, τον έπιανε μεγάλη λύπη και φόβος και όσοι έμεναν πίσω ζωντανοί, οι τραυματίες και οι άρρωστοι, ήταν για τους ζωντανούς πολύ πιο αξιολύπητοι, πιο αξιοθρήνητοι κι από τους νεκρούς. Ξεσπούσαν σε θρήνους και σε ικεσίες και σκορπούσαν την αγωνία σε όσους έφευγαν και ζητούσαν να τους πάρουν μαζί, φωνάζοντας όσους έβλεπαν από τους φίλους και τους συντρόφους τους. Αρπάζονταν από τους συντρόφους τους, καθώς αυτοί έφευγαν, και σέρνονταν πίσω τους όσο μπορούσαν. Όταν, εξαντλημένοι, δεν είχαν πια θέληση και δυνάμεις, έπεφταν και με κλάματα επικαλούνταν τους θεούς".Τη στιγμή εκείνη, που η αθηναϊκή στρατιά εγκατέλειπε τις Συρακούσες, αριθμούσε ακόμα περισσότερους από 40.000 άνδρες. Xωρίστηκαν σε δυο τμήματα, τα οποία διοικούσαν οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας. Η υποχώρηση, κάτω από το εχθρικό σφυροκόπημα, κράτησε οκτώ μέρες και η καταστροφή ήταν τεράστια. Το τμήμα του Δημοσθένη υποχώρησε σχετικά άτακτα και διαλύθηκε την έκτη μέρα. Η τύχη του Νικία και των ανδρών του ήταν δραματική. Υποχωρώντας οι στρατιώτες, πεινασμένοι και διψασμένοι, έφτασαν στον ποταμό Ασσίναρο. Ενώ τα βέλη έπεφταν βροχή και τα νερά του ποταμού κοκκίνισαν από το αίμα, αυτοί προσπαθούσαν να ξεδιψάσουν. Η έκταση της σφαγής ήταν ανυπολόγιστη. Οι νεκροί είχαν συσσωρευτεί μέσα στην κοίτη. Η εικόνα ήταν δραματική.
Ο Νικίας, προκειμένου να αποφύγει το μένος των Συρακουσίων, παραδόθηκε στον Σπαρτιάτη στρατηγό Γύλιππο. Οι συνολικές απώλειες, μετά και τη μεγάλη αυτή σφαγή , που κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη έφτασαν τους 18.000 άνδρες, δείχνει το μέγεθος της μεγαλύτερης από τις καταστροφές που υπέστη μέχρι τότε ελληνικός στρατός και μάλιστα από Έλληνες.Οι στρατηγοί των Αθηναίων εκτελέστηκαν, ενώ 7.000 αιχμάλωτοι σύρθηκαν σε καταναγκαστικά έργα, στα λατομεία των Συρακουσών.
Από τον συνολικό όγκο της αθηναϊκής στρατιάς (42.000-55.000 άνδρες) ελάχιστοι επέστρεψαν στην πόλη. Η ατυχής εκστρατεία εξάντλησε οικονομικά και πολιτικά την πόλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τους Σπαρτιάτες να πολιορκούν την Αττική με βάση τους την οχυρωμένη Δεκέλεια, οι Αθηναίοι καλούνταν να αγωνιστούν πλέον για την ελευθερία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.