Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ο τελευταίος των Παλαιολόγων και η άλωση της Πόλης - 29 Μαΐου 1453

Του Ανδρέα Σταυρίδη .Ταξίαρχου (ε.α.)

Η άλωση της Πόλης          
Ο τελευταίος των Βυζαντινών Παλαιολόγων Αυτοκρατόρων, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, σε ηλικία 45 χρόνων, μετά από πολλές στρατιωτικές και προσωπικές περιπλανήσεις Αγχίαλος, Εύξεινος Πόντος, Πελοπόννησος, Πάτρα, Μυτιλήνη και Μυστράς, μετά το θάνατο του αδελφού αυτοκράτορα Ιωάννου του 8ου στις 3 του Οκτώβρη του 1448, δεν αντιτάσσεται στην μυστική φωνή του έθνους, παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες και την συρρίκνωση πλέον της αυτοκρατορίας, καθώς και το προσωπικό του δράμα, το ότι παρέμεινε άτεκνος παρά τους δύο γάμους του, όπου οι σύζυγοι του απεβίωναν κατά τον τοκετό, φαίνεται ότι, αντί τρίτου νυμφικού στεφάνου έμελλε να φορέσει το φωτοστέφανο του μαρτυρίου. Την 12η Μαρτίου του 1449 καταφθάνει με την συνοδεία Καταλανικών πλοίων και μπαίνει στην πόλη.
Τον συνοδεύει η βαθιά πίστη στο Θεό. Η αγάπη και η προσδοκία του λαού του, τον περιβάλλουν μ’ ελπίδα κρυφή σαν σωτήρα του έθνους. Τέσσερα χρόνια μαρτυρικής και αγωνιώδους διοίκησης και αντίστασης διέρρευσαν με τον Κωνσταντίνο στο θρόνο (12 του Μάρτη του 1449 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453). Τα γεωγραφικά όρια του κράτους δεν επεκτείνονταν πέραν της Κωνσταντινούπολης της Σηλυβρίας στην Προποντίδα, της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο και της Αγχιάλου. Η άλλοτε πρώτη πόλις του κόσμου, διερχόταν τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της. Κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Οθωμανών Σουλτάνων, διάνυε τις τελευταίες θλιβερές μέρεςτου μακρού υπερχιλιετούς βίου της και μαζί της, κατέρρεε η γερασμένη πια αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Φαίνεται ότι οι καιροί επιφύλαξαν την άλωση της Πόλης στον Μωάμεθ. Τολμηρό ηγεμόνα, νοήμονα με πολιτικές και στρατιωτικές αρετές αλλά παράλληλα, λοιπές ιδιότητες του ήταν η ωμότητα και η ορμητικότητα και το πείσμα. Στρατολογεί από κάθε κατεύθυνση στρατιώτες Μωαμεθανούς, Χριστιανούς και Γενίτσαρους και σύρει μαζί με τον στρατό του πλήθη αμάχων. Αποδύεται το 1452-1453 σε μια λυσσώδη προσπάθεια στην Αδριανούπολη, για ανασυγκρότηση και προετοιμασία του στρατού του. Η δύναμη του σε Πεζικό και Ιππικό ήταν η μεγαλύτερη της εποχής. Οι Γενίτσαροι, που αποτελούντο από 15 χιλιάδες άνδρες, ήταν το πιο αξιόμαχο σώμα. Άλλες 30 χιλιάδες, βίαια ,συνακολουθούντες Χριστιανοί. Συνολικά ο στρατός του ανήρχετο σε 265 χιλιάδες, ο δε στόλος του που συγκεντρώθηκε στην Καλλίπολη, αριθμούσε 350 σκάφη. Δύναμη τρομακτική για την τότε χρονική περίοδο. Η δύναμη του σε τηλεβόλα ανάλογη. Απέναντι στο στρατό του Μωάμεθ, ο Κωνσταντίνος ετάχθη από την ιστορία να οργανώσει την μέχρις εσχάτων την άμυνα της Πόλης. Μικρή βοήθεια κατέφθασε από την Ενετία και την Γένοβα. Μέσα σε ατμόσφαιρα τρόμου ο Μωάμεθ, άρχισε στις 7 του Απρίλη του 1453 τον ακήρυκτο πόλεμο. Παρά τις υπερβολές των αριθμών, το πιθανότερο είναι ότι οι αμυνόμενοι μόλις υπερέβαιναν τις 8 χιλιάδες. Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε την άμυνα όσο γινόταν καλύτερα. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Πύλη του Ρωμανού, που εθεωρείτο το πιο ευπαθές σημείο των τειχών. Μια λακωνική φράση καταδεικνύει την συμπεριφορά, το είναι του και την σκέψη του τις στιγμές εκείνες «θέληση για Αγώνα και Έρωτας με τον θάνατο».           
Ο πολιορκητής, κάνει πρόταση στον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την πόλη, με αναξιοπρεπή ανταλλάγματα. Αξιωματούχοι του στρατού, του υποδεικνύουν «Φύγε να σωθείς για να οργανώσεις την άμυνα κατά του εχθρού, σε άλλο, προσφορότερο σημείο». Η απάντηση του Κωνσταντίνου στην θρασύτατη πρόταση του μωαμεθανού πολιορκητή παραμένει στους αιώνες. «Την δε πόλιν ου σοι δίδομεν, κοινή γαρ γνώμη πάντες, αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν, και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Το τελειότερο επίγραμμα Φιλοπατρίας και Ηθικής. Στη δε υπόδειξη των δικών του ανθρώπων για να φύγει να σωθεί, εξεγείρεται η τίμια συνείδηση του άνδρα: «Σας ικετεύω να ζητήσετε να μην σας εγκαταλείψω για να σωθώ, επιθυμώ μαζί σας ν’ αποθάνω».             
Ο Κωνσταντίνος δεν ασχολείται μόνον με την πύλην του Ρωμανού όπου εγκατέστησε το αρχηγείο του. «Έφιππος δι’ όλης την ημέρας και νυκτός περιπατών ην, γύρωθεν και ένδον της πόλεως και των τειχών». Αεικίνητος διέτρεχε όλην την πόλιν, εξορκίζοντας τους αξιωματούχους του στρατού και τους ίδιους τους στρατιώτες εμψυχώνοντας τους και προτρέποντας τους να εμμείνουν αντρίκια, μέχρι και τον τελευταίο, για την άμυνα της πόλης. Με προσωπική επίβλεψη εφαρμόζει το σχέδιο του τάσσοντας ο ίδιος τους στρατιωτικούς του αξιωματούχους στα επίκαιρα σημεία άμυνας της Πόλης.
 (1)     Στην Χρυσή Πύλη μέχρι και την παραλία της Προποντίδας τάσσει τον Ανδρόνικο Κατακουζινό. 
(2)     Στην πύλη του Πολυανδρίου τάσσει τους Παύλο Αντώνιο και Τρωίλο Μποκάρδο.
(3)     Από την πύλη του Αγίου Ρωμανού μέχρι την Πύλη του Πέμπτου τάσσει τον Ιωάννη Ιουστινιάνη.
(4)     Από την Πύλη της Ανδριανουπόλεως μέχρι και την Κερκόπορτα τάσσει τον Λεοντάρη Βρυέννιο. 
(5)     Στην Πύλη της Καλλιγαρίας τάσσει τον γηραιό μαχητή Θεόδωρο Καρυστίνο. 
(6)     Στην Κυλιόμενη πόρτα τάσσει τον Μανουήλ Παλαιολόγο. 
(7)     Στην Βασιλική Πύλη τάσσει τον Λουκά Νοταρά. 
(8)     Στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου τάσσει τον Ενετό πλοίαρχο Γαβριήλ Τρεβιζάνο. (9)     Στο 4ο μέρος του τείχους της Προποντίδας τάσσει τον Ιάκωβο Κονταρίνη.
   
Το πυροβολικό των αμυνόμενων, ολιγάριθμο ενώ έλειπαν ο εκρηκτικές ύλες λόγω της συνεχούς χρήσης αφ’ ενός και αφ’ ετέρου λόγω του αποκλεισμού, προέκυψαν όπως ήταν φυσικό , δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Τη νύκτα της 18ης Απριλίου πλήθος Τούρκων πλησίασε τα τείχη, των οποίων οι κραυγές ακούονταν μέχρι τα Ασιατικά παράλια. Προηγήθηκε επί αρκετές ημέρες σφοδρός βομβαρδισμός, από τους οποίους προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές σε μεγάλο μέρος του τείχους, εσωτερικά και εξωτερικά και μερικοί του πύργοι στην κοιλάδα του Λύκου κατέρρευσαν. Ο Μωάμεθ έτεινε να πιστεύει, ότι μπορούσε με μια έφοδο πια, να καταλάβει την πόλη. Στην πόλη κατάθλιψη, αγωνία και πολύς πόνος επικρατούσε. Ο αυτοκράτορας θλιμμένος, πίστευε πια, ότι η γενική μάχη ήταν σχεδόν έτοιμη ν’ αρχίσει. Οι απώλειες του εχθρού σοβαρές, των αμυνομένων ουδεμία. Συλλογική και σύντονη προσπάθεια των υπερασπιστών απλού λαού και αμάχων, συνέτειναν στην πρόχειρη επισκευή των ρηγμάτων του τείχους, με άμεσο αποτέλεσμα ν’ αποτύχει η έφοδος των Τούρκων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους υπερασπιστές. Το πρωί της 20ης Απριλίου, μεγάλο φορτηγό πλοίο με τη συνοδεία τριών Γενουατικών, μετέφεραν εφόδια, χρήματα και στρατιώτες στους πολιορκημένους. Πλήθη, με δακρυσμένα μάτια οι πολιορκημένοι, παρακολουθούν με αγωνία την αναμενόμενη ναυμαχία. Μετά από πολλές επιθέσεις των Τούρκων και της εμπλοκής των Γενουατών και Τούρκων σε μάχη σώμα με σώμα μαχόμενοι με πέλεκεις, αρπάγες και ακόντια και μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο φωνών, γογγυσμών, αλαλαγμών, κατάρων και βλασφημιών των μωαμεθανών, κατορθώνει ο στολίσκος των Γενουατών βοηθούμενος και από τον πνέοντα νότιο άνεμο, να εισέλθει ασφαλισμένος πλέον, σωθείς από θαύμα, στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου. Ο κάματος των Χριστιανικών πληρωμάτων ανείπωτος, ανείπωτη όμως ήταν η χαρά και η ανακούφιση των πολιορκημένων. Η πολιορκία πέρασε από πολλές φάσεις. Οι περιγραφές των μαχών που έγιναν μεταξύ 18 και 20 τ’ Απρίλη του 1453, δίδουν ζωηρή εικόνα της μαχητικότητας και προπάντων του πείσματος, πολιορκουμένων και πολιορκητών. Αντιλαμβάνεται πλέον ο Μωάμεθ ότι, με τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία συγκεντρωμένα στο Κεράτιο κόλπο, ήταν αδύνατη η ολοκλήρωση της πολιορκίας και της τελικής εφόδου προς την πόλιν. Τότε λοιπόν επινόησε σατανικό σχέδιο, ίσως μετά από υπόδειξη Γενουατών ή Ιταλών μισθοφόρων συμβούλων.          
Τοποθέτησε πάνω από τον Κεράτιο κόλπο επί των λόφων του Γαλατά, ελαφρύ πυροβολικό και βομβάρδιζε τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία μέσα σ’ αυτόν. Υπό την κάλυψη των πυκνών πυρών μέσα σε μια νύκτα, μετέφερε 70 τούρκικα πλοία, από το Διπλοκιόνιο στο Κεράτιο κόλπο. Αυτό έγινε δυνατό με την διολίσθηση των πλοίων πάνω σε τεχνητό δρόμο, κατασκευασμένο από σανίδες, αλειμμένες με λάδι και λίπος. Η μέθοδος αυτή λεγόταν υπερνεώλκησις, ήταν δε γνωστή στους Βυζαντινούς. Οι προασπιστές της πόλης καταλήφθηκαν από σύγχυση, αγωνία και τρόμο, αφού είδαν τον τούρκικο στόλο, μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, να προσεγγίζει από το ανατολικό μέρος τα τείχη και περικυκλωμένο πλέον τον Ελληνικό στολίσκο.      Ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να διαθέσει μεγάλο μέρος, από τις τόσο λίγες δυνάμεις του, για την προάσπιση της πόλης στο Ανατολικό τείχος (προς τον Κεράτιο Κόλπο).          

Ο Μωάμεθ βρίσκεται πλέον σε πλεονεκτική θέση από πλευράς αριθμών, έμψυχου και άψυχου υλικού και μετά την επιτυχία της τακτικής κίνησης του, να βρεθεί προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης και περισφίγγοντας τον Ελληνικό στολίσκο εντός του Κεράτιου, εφαρμόζει το τελικό του σχέδιο. Με τηλεβόλα όπλα «πετροβόλες μηχανές», ανοίγει ρήγματα στα χερσαία τείχη και γεμίζει τις προ των τειχών τάφρους, με πέτρες και χώμα και διευκολύνει την προσπέλαση των Τούρκων. Χρησιμοποιεί έτοιμους ή πρόχειρα ανοιγμένους υπονόμους, καθώς και ξύλινους πύργους για να εισέλθει στην Πόλη. Οι προασπιστές της πόλης μάχονται μέρα και νύκτα, οι μαχητές αντιμετωπίζουν τον εχθρό και οι άμαχοι επισκευάζουν τις ζημιές ή καταπνίγουν τους Τούρκους μέσα στους υπονόμους και κατακαίγουν τους ίδιους πάνω στους ξύλινους πύργους τους. Ο Μωάμεθ θέτει σ’ εφαρμογή και το τελικό σχέδιο του. Ήδη βρισκόμαστε την παραμονή της θλιβερής εκείνης μέρας, περιέρχεται έφιππος τους στρατιώτες του μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από φωνές, σάλπιγγες, σαντούρια, τύμπανα, κύμβαλα, φωταψίες, εκφωνεί εμπρηστικούς και φανατικούς λόγους και εξωθεί τους στρατιώτες να πολεμήσουν γενναία, υποσχόμενος σ’ αυτούς διαρπαγήν του πλούτου της πόλης, για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Στο στρατόπεδο των πολιορκητών επικρατούν πολεμικός αναβρασμός, χαρά και αγαλλίαση, για την επικείμενη άλωση της πόλης. Στο στρατόπεδο των λιγοστών Ελλήνων Χριστιανών, υπερασπιστών της Πόλης, επικρατεί η κατήφεια, η κατάθλιψη, η κούραση και η έλλειψη των πάντων και ο Αυτοκράτορας , σεμνός, λιτός, στρατιώτης μαζί με τους τελευταίους προασπιστές της βασιλεύουσας, έγραφαν τον επίλογο της μεγάλης πράξης σ’ όλο της το ηθικό μεγαλείο. Από κοντά του το αρχοντολόι, ο λαός και λαμπρός πρωθυπουργός του, Λουκάς Νοταράς, πρόθυμοι όλοι τους να χύσουν το αίμα τους για την χαρά και την ελπίδα όλων των Ελλήνων και να επιτελέσουν το υπέρτατο χρέος, έναντι της Ιστορίας. 
Ο Γεώργιος Σχολάριος αφηγείται: «Την ημέρα, την προτεραία της αποφράδας εκείνης, πάνδημος λιτανεία οργανώθη ανά την πόλιν και τα τείχη. Της συναθροίσεως ηγούντο εν στολή οι κληρικοί με τα της θρησκείας σύμβολα». Ηκολούθουν άρχοντες και αρχόμενοι, άνθρωποι πάσης τάξεως και παντός φύλου. Κραυγή απογνώσεως ήτο η προσευχή των, δέησις και ικεσία εκ βαθέων. Κλαυθμοί, γογγυσμοί, στεναγμοί, πόνος, λιποψυχίες και δάκρυα εχαρακτήριζον τον έκτακτον εκείνο συναγερμό. Μυριόστομος ήτο η κραυγή των ελεύθερων πολιορκημένων «Κύριε ελέησον!!!» Η απλή αυτή φράση, συνόψιζε το άλγος και την ικεσίαν του πλήθους προς το θείον, δια ν’ αποτραπεί ο φοβερός κίνδυνος». Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο αυτοκράτορας κάλεσε στο παλάτι τους στενότερους του συνεργάτες, άρχοντες και αξιωματούχους. Οι λόγοι του, περήφανη κατακλείδα του υπερχιλιετούς ένδοξου βίου της αυτοκρατορίας. «Δια τούτο λέγω και παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά τον εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδω δε εις υμάς, την εκλαμπρότατην και περίφημον ταύτην πόλιν και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς λοιπόν γιγνώσκετε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρα τινά οφείλομεν κοινώς πάντες, να προτιμήσωμεν τον θάνατο μάλλον ή την ζωήν, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσέβειας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων».           
Με αυτούς και άλλους λιτούς και απέρριτους αλλά μεγαλειώδεις και προφητικούς λόγους ο αυτοκράτορας συνέχισε εκείνη την σύναξη. Η κατακλείδα του Βασιλικού λόγου ήταν γεμάτη τραγικό μεγαλείο και εχαλύβδωνε τις ψυχές των υπερασπιστών της αθάνατης πόλης. Διετράνωνε την ακράδαντη πεποίθησή του ο βασιλιάς και στρατιώτης, με τους προφητικούς του λόγους, μαργαρίτες για το έθνος, «Οφειλέται κοινώς εσμέν, ίνα προτιμήσωμεν αποθάνειν μάλλον η ζην, ότι γαρ η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιώνιος γενήσεται». Μετά την δημηγορία του αυτοκράτορα, η επωδός αυτής προήλθε ομόφωνη, η ορκοδοσία όλης της σύναξης εις το παλάτι και ήτο αυτή η μυστική φωνή των υπερασπιστών όλων της πόλης «μαχητών και άμαχων, γερόντων και εφήβων, ανδρών και γυναικών». «Αποθανώμεν υπέρ της Χριστού Πίστεως και της πατρίδος ημών».           
Προτού επισφραγίσει με έργα, όσα είπε στη σύναξη του παλατιού της 28ης του Μάη, ο Κωνσταντίνος σαν τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αποτέλεσε το ύστατο χρέος που αισθανόταν σαν Χριστιανός. Κατά την τελευταία εκείνη νύκτα της μακράς και πολυκύμαντης ζωής της Αυτοκρατορίας, ετελείτο κατανυκτική θεία λειτουργία για τελευταία φορά μέσα σ’ αυτό τον ιερό χώρο, τον Ιερό ναό της του Θεού Σοφίας. Αυτοκράτορας, Πρωθυπουργός, Πατριάρχης, κλήρος και λαός με έκσταση και κατάνυξη με δάκρυα στα μάτια ψάλλουν προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον τον Ακάθιστο Ύμνο. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…»           
Ο Αυτοκράτορας, Άνθρωπος και Μαχητής, με συντριβή καρδιάς και θλίψιν πολλήν ,προσέρχεται στην ωραίαν πύλη και γονυπετής, κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων, αφού καλός χριστιανός όπως ήτο ζήτησε συγχώρεση από τους χριστιανούς αδελφούς του. Τον Κωνσταντίνον ακολουθούν οι άρχοντες, οι συναγωνιστές του και το εκκλησίασμα. Εκείνες πραγματικά οι στιγμές ήταν οι ωραιότερες και τελευταίες, της μαρτυρικής ζωής ,του τραγικού τούτου τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Μετά τη θεία λειτουργία ο Κωνσταντίνος, μεταβαίνει στο παλάτι, για λίγο χρόνο, και αφού ζητά συγχώρεση από όλους τους παρευρισκομένους, ξεκινά για το Στρατηγείο του, παρά την πύλη του Ρωμανού. Ο Σφραντζής, χρονογράφος, μας άφησε αποτυπωμένες τις τραγικές στιγμές: «Τήδε την ώραν τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν των παλατίω, εάν άνθρωπος ήτο ή εκ πέτρας ή εκ ξύλου ουκ αδύνατο μη θρηνήσαι».           
Ο Μωάμεθ με συγκεντρωμένες πλέον τις δυνάμεις κοντά στα τείχη, περιμετρικά της πόλης, ενεργεί την τελική επίθεση σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Οι επιτιθέμενοι επιχειρούσαν ν’ αναρριχηθούν επί τους τείχους. Εν ριπή οφθαλμού έστησαν εκατοντάδες κλιμάκων και ανήρχοντο στο τείχος μανιωδώς κατά κύματα, παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων. Η κατά κύματα επίθεση του Μωάμεθ αποσκοπούσε, στην καταπόνηση των λιγοστών υπερασπιστών της πόλης και η επίθεση έβαινε χρόνο με το χρόνο πλέον λυσσώδης και με αφάνταστη αγριότητα. Στην τρίτη και τελευταία φάση ο Μωάμεθ με τις εφεδρικές και ακμαίες του δυνάμεις επιχειρεί την τελευταία φάση της επίθεσης. Ο Αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος αφηγείται στο χρονικό του «Ο ουρανός συνεσκοτάζετο (συννέφιασε) από τα βλήματα και τα βέλη των επιτιθέμενων».
          
Στην πύλη του Ρωμανού όπου ήταν το ασθενέστερο σημείο των τειχών όπου και το Στρατηγείο του Κωνσταντίνου, έπεσε το βάρος όλο, της λυσσώδους εφόρμησης. Εκεί, αφηγούνται πολλοί χρονογράφοι, έγιναν οι πιο λυσσώδεις μάχες και οι αντίπαλοι εμάχοντμε πείσμα σώμα με σώμα. Φαίνεται όμως, ότι η τύχη βοήθησε τον Μωάμεθ, να επιτελέσει το ανοσιούργημα του. Ενώ ο Κωνσταντίνος εμάχετο στην πύλη του Ρωμανού, όπου είχε σημειωθεί μεγάλο ρήγμα στο τείχος και παράλληλα, ενώ προσπαθούσε ν’ αντικαταστήσει τον φονευθέντα πλησίον της ίδιας πύλης γενναίο μαχητή του Ιουστινιάνη και αφού ανέλαβε προσωπικά την διοίκηση των κατάκοπων, λιγοστών υπερασπιστών της πύλης, μεσολαβεί το μεγάλο και άτυχο γεγονός που άλλαξε άρδην την τύχη του αγώνα. Μικρή πύλη ανατολικά της πύλης του Ρωμανού λεγόμενη Κερκόπορτα αφέθηκε ανοικτή και αφύλακτη. Πόσες φορές άραγε, αφήσαμε τις Κερκόπορτες ανοικτές από τότε μέχρι σήμερα; Ρωμιοσύνη – Ρωμιοσύνη. Από αυτό το σημείο λοιπόν οι πολιορκητές κατά κύματα και με λυσσώδη μανία, εισέρχονται στην πόλη και φθάνουν στην κοιλάδα του Λύκου και στα νώτα του Κωνσταντίνου που υπεράσπιζε την πύλη του Ρωμανού. Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι και μετά των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον. Ο Κωνσταντίνος μάχεται σαν απλός στρατιώτης. Κατάκοπος αλλά αποφασισμένος κατέβηκε από το άλογο του, αφαίρεσε την αυτοκρατορική του στολή και όλα τα σύμβολα του ψηλού αξιώματός του. Διατήρησε μόνο τα ερυθρά πέδιλα (καμπάγια), με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αφού ξεγύμνωσε το σπαθί του, καλυπτόμενος προ της ασπίδας του, όρμησε στο κρισιμότερο σημείο το πλήθος των επιδρομών και ο Σφραντζής αφηγείται «Εμάχετο ο Άνθρωπος και Βασιλεύς επί ώραν πολλή, βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν (σπαθί) εσπασμένη έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των χειρών και των ποδών αυτού έρρεε».           
Σε τέτοια στιγμή στην ορμή της μάχης, μεγαλείου – αυτοθυσίας και υπερβάσεως από τη γήινα , έπεσεν μαχόμενος ο τελευταίος των Παλαιολόγων και μαζί του έπεσεν και η Αυτοκρατορία και   ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ , κραυγή, που σε λίγες μόνον στιγμές ακούστηκε σ’ όλη την πόλιν. Την υστάτην στιγμή προ της θυσίας του, ιστορικοί καταμαρτυρούν ότι ο Παλαιολόγος ανεφώνησεν: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού». Φράση που καταδεικνύει την αγωνία του Χριστιανού Εθνομάρτυρα να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Αγαρηνών. Οι κατακτητές αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι». Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής». Κατά τον Σφραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε την Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του, ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη. Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, η έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη η ήρωας Βασιληάς. Μεταγενέστερες δημιουργηθείσες παραδόσεις οφείλονται σε διηγήσεις και ευσεβείς απηχήσεις.                                                
«Ο Μαρμαρωμένος»             
Η φαντασία του Ελληνικού Έθνους και ο θρύλος, θέλει τον Κωνσταντίνο , Μαρμαρωμένο , όπου Άγγελος Κυρίου προτού κτυπηθεί από το σπαθί του αράπη ,τον άρπαξε και τον πήρε σε μια σπηλιά βαθιά κάτω στη γη, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει «Μαρμαρωμένος» και καρτερεί την ώρα να ’ρθεί πάλιν ο Άγγελος, να τον σηκώσει, να του δώσει και πάλι στο χέρι το σπαθί του και να μπει στην πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, να τους διώξει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά…την Μέκκα. Είναι όμως και η λαϊκή ρήση πολύ χαρακτηριστική της παράδοσης και του πόθου των Ελλήνων «Κωνσταντίνος την έκτισε Κωνσταντίνος την έχασε Κωνσταντίνος θα την πάρει»   Η παράδοση αποκορυφώνει τους μυστικούς πόθους των Ελλήνων και διαχρονικά περισαρκώνει την Μεγάλην Ιδέα την ανασύσταση της πάλαι τότε κραταιάς Πόλης της Βασιλεύουσας και της Αυτοκρατορίας, αποκατάσταση στον θρόνο του Αυτοκράτορα και με το σκήπτρο πλέον στο χέρι και υπό την σημαία του Δικέφαλου ν’ ανακτήσει και η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία την παλαιά αίγλη και λαμπρότητα και να επιφέρει την συνένωση των όπου γης Χριστιανών.


http://www.antibaro.gr/