Του Ηλία Κωτούλα
Τάμα το 'χω κάθε χρόνο, τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου να γράφω κάτι, για να τιμήσω τη μνήμη ενός μικρού ήρωα, που πρόωρα πότισε με το αίμα του τη Μακεδονική γη.
Τα πρώτα διδασκαλικά μου χρόνια τα πέρασα στο Κιλκίς, που στις 21 Ιουνίου γιορτάζει την απελευθέρωσή του. Τον τόπο αυτό τον αγάπησα πολύ για τη φιλοξενία του, αλλά και για την προσφορά του στις φονικές μάχες του Λαχανά και του Κιλκίς, το θέρος του 1913.
Τις μέρες αυτές συζητούσαμε με τα παιδιά στο σχολείο, για τη θυσία του μικρού Μακεδόνα που συγκινούσε πάρα πολύ.
...Ένας ανθυπολοχαγός έκανε αναγνώριση για τις θέσεις του εχθρού. Με χιλιάδες προφυλάξεις μπήκε στα πρώτα σπίτια ενός χωριού που οι κάτοικοί του το 'χαν εγκαταλείψει, γιατί ο κίνδυνος για τη ζωή τους ήταν μεγάλος. Σ' ένα μισογκρεμισμένο τοίχο, καθόταν ένα φτωχοντυμένο αγοράκι και κεντούσε μ' ένα μαχαιράκι τη βέργα που κρατούσε στα χέρια του. Τι κάνεις εκεί μικρέ; Γιατί δεν πήγες με τους δικούς σου; Δεν έχω κανέναν κύριε, είμαι ορφανός. Πήρε το μάτι σου αυτές τις μέρες ξένους στρατιώτες εδώ κοντά; Όχι κύριε. Ο ανθυπολοχαγός κοίταξε τριγύρω του ερευνητικά και το βλέμμα του σταμάτησε σε μια λεύκα, που στεκόταν ορθόκορμη μπροστά του. Μπορείς ν' ανέβεις στο δέντρο; Εγώ κύριε, σα γάτος. Ανέβα λοιπόν και κοίταξε προσεκτικά αν υπάρχουν γύρω στρατιώτες.
Στη στιγμή ανέβηκε ο μικρός στα ψηλότερα κλαδιά. Με το 'να χέρι αγκάλιασε το πιο δυνατό και τ' άλλο το 'φερε στο μέτωπό του για να βλέπει καλύτερα. Εκεί μέσα στα στάχυα, βλέπω ανθρώπους να κουνιούνται κύριε ανθυπολοχαγέ. Είναι στρατιώτες. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μια σφαίρα έσχισε τον αέρα και πέρασε ξυστά απ' το κεφάλι του παιδιού.
Κι εκεί κοντά στην εκκλησία βλέπω κι άλλους, συνέχισε ο μικρός. Κατέβα κάτω γρήγορα φώναξε μ' αγωνία ο ανθυπολοχαγός. Δεν πρόφτασε όμως ν' αποτελειώσει το λόγο του κι άλλος πυροβολισμός ακούστηκε απ' τα στάχυα. Η φωνή του μικρού έσβησε και το κορμάκι του κατρακύλησε άψυχο στη γη, γεμάτο αίματα απ' το εχθρικό το βόλι.
Η ενέδρα που είχε στήσει στα σπαρτά ο εχθρός εξουδετερώθηκε και ο ανθυπολοχαγός ανέφερε το περιστατικό στο διοικητή του. Οι άνδρες καθάρισαν με συγκίνηση το σωματάκι του παιδιού χτένισαν τα χρυσά μαλλάκια του. Το τοποθέτησαν σ' ένα πρόχειρο κρεβατάκι και το σκέπασαν με τη γαλανόλευκη. Όλοι με δάκρυα στα μάτια χαιρέτισαν τον ηρωικό νεκρό και γέμισαν μ' αγριολούλουδα το κορμάκι του.
Ο διοικητής στάθηκε μπροστά του προσοχή. Χαιρέτισε στρατιωτικά, έβγαλε απ' το στήθος του ένα παράσημο και το 'βαλε μ' ευλάβεια στο ματωμένο στηθάκι του παιδιού. Εύγε γενναίο παλικάρι. Μπράβο μικρέ Μακεδόνα, ψέλλισε συγκινημένος κι ασπάσθηκε πατρικά το μέτωπό του. Το ίδιο έκαμαν και οι άλλοι. Κι από πέτρα αν ήταν οι καρδιές, θα ράγιζαν στις ξέχωρες εκείνες στιγμές, τις γιομάτες από συγκίνηση και πόνο.
Με βουρκωμένα μάτια παρακολουθούσαν τα παιδιά τη συζήτηση και κάπου -- κάπου ακούονταν και κάνα αναφιλητό στην τάξη.
Ντροπή παιδιά. Δεν κάνει παρατηρούσα εγώ. Θα στεναχωρεθεί έτσι που μας βλέπει το παλικάρι και για ν' απαλύνω τον πόνο τους, τους έταξα μια εκδρομή στις λεύκες για να το τιμήσουμε και να του κάνουμε παρέα. Έτσι κι έγινε. Λίγες μέρες πριν φύγω, πήγαμε εκδρομή στις λεύκες.
Καθώς καθόμασταν στον ίσκιο, κοίταζα τα λιανοκλώναρα που τα φύλλα τους παιχνίδιζαν ασημωμένα απ' τον ήλιο και θαρρούσα πως ξανάβλεπα ανάμεσά τους τ' αγγελικό προσωπάκι του μικρού και τον άκουγα θαρρετά να φωνάζει ... Εκεί στα στάχυα κύριε ανθυπολοχαγέ, δίπλα στην εκκλησία... βλέπω κι άλλους στρατιώτες κι άλλους...
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα κι ήμουν έτοιμος να κλάψω με φωνή αν δεν με σταματούσαν τα παιδιά που με κοίταζαν βουρκωμένα.
Κλαίτε κύριε; Τίποτα δεν είναι παιδιά. Κάτι μπήκε στο μάτι μου απ' τον αέρα, που ήρθε πέρα απ' την ακροποταμιά, απ' τα δέντρα. Τι να γράψω εγώ για το αγριολούλουδο αυτό. Για το αγγελούδι της Ελευθερίας. Ένα μόνο θα πω. Ο ουρανός να στέλνει κάθε μέρα τον ήλιο του τον αυγινό για να φωτίζει και ζεσταίνει το μνήμα του και να διαλύει τις ομίχλες των καιρών που δυσκολεύουν την Πατρίδα. Κι επειδή δε μου φτάνουν τα λόγια να τιμήσω τη μνήμη και τη λεβεντιά του, θα δανειστώ απ' τους στίχους του Παλαμά που έγραψε στον Παύλο Μελά τη μέρα της μεγάλης του θυσίας.
...Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στο χώμα που σε σκέπασε γενναίο παλικάρι...
στο χώμα που σε σκέπασε γενναίο παλικάρι...
ΠΗΓΗ : ΕΦΗΜ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.