“Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος περίμενε το θάνατο”
Απ’ τη γωνία της οδού Παπαδιαμαντοπούλου ο Ρώσος ακόλουθος παρακολουθούσε σαστισμένος τη σκηνή: “Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι εμπρός σε ένα τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος, εκατό μέτρα πιο κάτω, περίμενε το θάνατο.
Ο Λεμπέντιεφ δεν ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυς της δολοφονίας. Άλλωστε γύρω η ζωή της Αθήνας του 1920 συνεχιζόταν κανονικά: “Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον στήσουμε στον τοίχο είχε περάσει μια μοτοσυκλέτα” θα θυμόταν αργότερα ένας απ’ τους στρατιώτες. “Ένα δευτερόλεπτο μετά πέρασε ένα τραμ”.
Ακριβώς απέναντι απ’ το σημείο που είχε σταθεί το απόσπασμα, ένας εργάτης απ’ την Πρέβεζα, ο Κυριάκος Κούλης, περίμενε ένα κάρο με πέτρες. Κοίταζε, τώρα, αποσβολωμένος τους στρατιώτες να ταχτοποιούν τον μελλοθάνατο στο χώρο της κάθαρσης. Δέκα μέτρα αριστερά του, εμπρός στο εστιατόριο “Ηλύσια”, λαγοκοιμόταν ένας κουλουράς. Στην απέναντι γωνιά μια γυναίκα πουλούσε γκαζόζες. Κοίταζε κι αυτή, με ορθάνοιχτα μάτια, τη σκηνή.
Ο λοχίας έσκυψε και είπε κάτι στο αυτί του Δραγούμη. Ίσως να τον ρώτησε: “Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;” Ο Δραγούμης δεν απάντησε. Έβγαλε μόνο απ’ την τσέπη του και φόρεσε το δεύτερο μονόκλ του – πάντα φύλαγε ένα δεύτερο μονόκλ, για την περίπτωση που θάσπαγε το πρώτο.
(…)
“Επί σκοπόν” διάταξε ο λοχίας.
Ο ιδρώτας κυλούσε ζεστός στα μέτωπα όλων, του Δραγούμη, του λοχία, των φαντάρων. Αυτό το απομεσήμερο ήταν σίγουρα το πιο πυρωμένο απομεσήμερο του 1920.
“Πυρ”.
Κανένας δεν πυροβόλησε. Λες κι ήταν κι οι οχτώ συνεννοημένοι. Ίσως και νάταν. Αυτά τα οχτώ άγουρα παλληκάρια είχαν έρθει απ’ την Κρήτη για να προστατέψουν τον Βενιζέλο, όχι για να σκοτώνουν ατσαλάκωτους άντρες.
“Ρίχτε, ρε!” φώναξε ο λοχίας.
Κι έριξε πρώτος στον Δραγούμη. Η σφαίρα τον βρήκε στο στήθος – το τράνταγμα έκανε τον Δραγούμη να στριφογυρίσει επί τόπου. Την ίδια ώρα έπεσαν και οι οχτώ σφαίρες του αποσπάσματος, δύο – τρεις τον βρήκαν στο στήθος και οι άλλες πίσω, την ώρα που είχε γυρίσει πια κι έπεφτε κάτω, στο καυτό χώμα του πεζοδρομίου, με την πλάτη γυρισμένη προς το απόσπασμα. “Ευρέθηκαν πέντε έως έξι τραύματα εκ των όπισθεν” θα έγραφε στην έκθεσή του ένας νεαρός ανθυπίατρος που θα εξέταζε πρώτος το κουφάρι του όταν το μετέφεραν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Όταν ο λοχίας πλησίασε, πάνω απ’ το πεσμένο κορμί, ο Δραγούμης ζούσε ακόμα. Το αριστερό του πόδι, μονάχα, έκανε μερικές σπασμωδικές κινήσεις. Ο λοχίας πυροβόλησε ξανά, αυτή τη φορά στο κεφάλι.
Το αριστερό πόδι έμεινε ακίνητο.
από το βιβλίο του ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ “Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
"Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ΄ ομάδας εκ τριών η τεσσάρων προσώπων την άφιξιν του τραμ παρά την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, πλησίον του υπ΄ αριθμόν 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων.
Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας. Δεξιόθεν και αριστερά αυτού εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων στρατιωτών είπετο εκ του συνέγγυς. Πάντες έφερον ντουφέκια
Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπαριθμόν 905 στίλον του τράμ μετέβαλλεν κατεύθυνσιν προς αριστερά και εσταμάτησε παρα το πεζοδρόμιον, αφήνοντας τον αιχμάλωτο πολίτη εις απόστασιν τεσσάρων βημάτων.
Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν παρ΄αυτών περί τους δέκα πυροβολισμοί. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγή, χωρίς να είπη τι.....