ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Ξεπατικώνω εδώ το σχετικό χαρακτηριστικό απόσπασμα από το 1ο μέρος, το οποίο καλό είναι να διαβάσετε, προτού προχωρήσετε στη συνέχεια του, στο 2ο μέρος...
"...Δεν αρκεί να παρατηρούμε στατικά και σε ένα απομονωμένο κομμάτι της ιστορίας του, έναν μεγάλο πολιτισμό, που διήρκεσε αιωνες αλλά επιβάλλεται να δια-κρίνουμε και να κρίνουμε τα φαινόμενα μέσα στην όλη εξέλιξη αυτού του πολιτισμού. Αλλιώς κινδυνεύουμε να βγάνουμε εντελώς γελοία συμπεράσματα, όπως αυτό της κ. Ρεπούση, που θέλει να μας πείσει ότι η σφαγή της Σμύρνης οφείλονταν στον συνωστισμό της προκυμαίας, τη νύχτα της μεγάλης σφαγής. Για να μην σας πω ότι, αν αφήσουμε την κ. Λοϊζου παραδείγματος χάριν να μας μιλησει για το Βυζάντιο, μπορεί και να μας βεβαιώσει ότι οι βυζαντίνοι ήσαν απόγονοι μογγολοχαζάρων τούρκων, επειδή ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, νυμφεύτηκε μια πριγκίπισσα των Χαζάρων..."
Σ' αυτή τη σειρά κειμένων συνεπώς θα στηριχτούμε σε μία νέα οπτική, στην ανάγνωση της ιστορίας μας [ημών των Ελλήνων], εξετάζοντας τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά και γεωπολιτικά φαινόμενα, όχι στατικά σε μία μόνον συγκεκριμένη χρονική περίοδο του Βυζαντίου, αλλά δυναμικά, στην διαλεκτική τους εξέλιξη μέσα στην μακραίωνη ιστορική του πορεία.
Κι εκεί θα δούμε πως τελικά επιβίωσε ο Ελληνισμός, ανάμεσα στη Σκύλλα του ιουδαιοασιατικού χριστιανικού φονταμενταλισμού και στη Χάρυβδη των λατινοασιατικών επιρροών, που δέχτηκε μοιραία από Ανατολή και από Δύση.
Προτού όμως μιλήσουμε γι αυτή την υπόγεια επιβίωση του Ελληνισμού στην εξελικτική πορεία του Βυζαντίου, έχει καίρια σημασία να προσθέσουμε εδώ και δύο άλλα πολύ σημαντικά μεθοδολογικά σφάλματα, που παρουσιάζονται στη μελέτη της ιστορίας.
- Πρώτο σφάλμα είναι η πλασματική πεποίθηση που μας δημιουργείται από τους ίδιους τους "αφηγητές" της ιστορίας, οι οποίοι κατ-έγραψαν τα γεγονότα της εποχής τους [τα κείμενα δηλαδή που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν ως "πηγές" της ιστορίας] ότι δήθεν η εξιστόρηση των πεπραγμένων μιας κυρίαρχης κάστας σε μια κοινωνία, είτε στον πολιτισμό, είτε στην κοινωνική ζωή, είτε σε οποιαδήποτε διαδικασία του ιστορικού πράττειν, είναι και ο "αντικειμενικός" καθρέπτης ολόκληρης της κοινωνίας.
Λάθος! Και μάλιστα λάθος που οδηγεί σε τραγικές παρανοήσεις.
Πάρτε ως ακραίο παράδειγμα το περίφημο έργο του Κωνσταντίνου 7ου του Πορφυρογέννητου: "περί της βασιλείου τάξεως", όπου αφηγείται με πάσαν λεπτομέρεια όλο το τυπικό της αυλικής εθιμοτυπίας των Βυζαντίνων βασιλέων, στην εποχή του.
Σημειώνω ότι ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήταν ο 4ος κατά σειράν αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας και ήκμασε στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα.
Το συγκεκριμένο έργο λοιπόν [όπως και τα υπόλοιπα έργα αυτού του διανοούμενου βασιλιά] είναι μια υπερπολύτιμη ιστορική πηγή, για να καταλάβουμε πως λειτουργούσε η αυτοκρατορική διοίκηση και οι βασικοί μηχανισμοί εξουσίας των βυζαντίνων βασιλέων, κατά τον 10ο αιώνα.
Είναι όμως η "έκθεσις της βασιλείου τάξεως" ένας χάρτης, ένας μπούσουλας, για να κατανοήσουμε σε όλο της το εύροςτη βυζαντική κοινωνία;
Προφανώς όχι!
Διότι, σε καμία περίπτωση, ο τρόπος ζωής, οι αντιλήψεις, τα ήθη ή οι αξιακοί κώδικες της κυρίαρχης κάστας των κρατικών αξιωματούχων και των ηγετικών ομάδων του στρατού, δεν ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του αστικού πληθυσμού ή των αγροτών της υπαίθρου.
Για να μην σας πω ότι πολύ συχνά, οι ίδιοι οι "πορφυρογέννητοι", οι άνθρωποι δηλαδή που γεννηθηκαν και μεγάλωσαν αυστηρά, μέσα στα ορισμένα όρια μιας κυρίαρχης κάστας, μπορεί να μην έχουν ιδέα για το πως πραγματικά είναι η καθημερινή ζωη των λαϊκών τάξεων.
Και γι αυτό ακριβώς, οι δικές τους μαρτυρίες, μπορεί να είναι πολύτιμες για να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία της δικής τους κάστας, είναι όμως εντελώς ακατάλληλες, ώστε να βγαλουμε ιστορικά συμπεράσματα επι του συνόλου του πολιτισμού τους και της κοινωνίας τους.
Είναι δηλαδή σαν να θέλουμε να καταλάβουμε τα αίτια της Γαλλικής επαναστασης και να στηριζόμαστε στις μαρτυρίες της Μαρίας Αντουανέτας.
Η οποία νόμιζε ότι οι Γιακωβίνοι πολιορκούσαν τις Βερσαλίες, επειδή υπήρχε έλλειψη στο παντεσπάνι...
- Το δεύτερο σφάλμα μας, είναι το ότι ξεχνάμε πως η ιστορία γράφεται παντα από τους νικητές!
Το 842 παραδείγματος χάριν, η Θεοδώρα, σύζυγος του θανόντος Θεόφιλου [εκείνου που παρολίγον να παντρευτεί την Κασσιανή] έδωκε τέλος στην τρομερή εμφύλια σύγκρουση της εικονομαχίας, που είχε συνταράξει το Βυζάντιο, κοντά μισόν αιώνα, δίνοντας την τελική νίκη στους εικονολάτρες [κρυφά εικονόφιλη και η ίδια, όσα χρόνια ζούσε ο άντρας της, ο τελευταίος των Ισαύρων βασιλέων]
Αμέσως λοιπόν μετά την λεγόμενη "αναστύλωση" των εικόνων, ο όχλος των νικητών εικονολατρών έβανε μπροστά και άρχισε να καταστρέφει οτιδήποτε είχαν προκάμει να αφήσουν ως μνημείο τους οι εικονομάχοι - από βιβλία και επιγραφές μέχρι πολύτιμα έργα τέχνης.
Η καταστροφή των πάσης φύσεως έργων των εικονομάχων ήταν τόσο ολοκληρωτική, ώστε για την περίοδο αυτή, που λογίζεται ως η πιο σκοτεινή της βυζαντινής ιστορίας, δεν έχουμε καμία μαρτυρία από την πλευρά των εικονομάχων. Όσα γνωρίζουμε είναι παρμένα από τη χρονογραφία και τις μαρτυρίες των ορκισμένων εχθρών τους, όπως λόγου χάριν ο μοναχός Θεοφάνης ή ο περίφημος ελληνοσύρος θεολόγος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Συνεπώς, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατα νου όταν μιλάμε για ιστορικά φαινόμενα, το ποιες είναι οι πηγές μας και το τι είδους φανερή ή αφανής προπαγάνδα μπορεί να κρύβεται, πίσω από τις σελίδες της ιστοριογραφίας τους.
Η βυζαντινή ιστορία λοιπόν ουσιαστικά συν-τίθεται από τις ιστορικές μαρτυρίες ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο [και συνήθως με υπερβάλλοντα φονταμενταλιστικό ζήλο] προσπάθησαν να "παρουσιάσουν" μια εικόνα της εποχής τους, που να ανταποκρίνεται κυρίως σε ότι πίστευαν οι ίδιοι πως ήταν το "θέλημα του Θεού" ή του "προστάτη" τους.
Γι αυτό και βλέπετε ότι έμεινε να αποκαλείται "Μέγας" ένας σχετικά ικανός μεν αλλά όχι και ιδιαίτερα σπουδαίος αυτοκράτορας, ο Θεοδόσιος ο Α΄, τον οποίο "εχρισε" "Μέγα" το χριστιανικό παπαδαριό, εξαιτίας των διωγμών που εξαπέλυσε κατά της παλαιάς θρησκείας και των πιστών της.
Επίσης "Μέγας" [αλλά και "άγιος"] ως γνωστόν ονομάστηκε [από τη χριστιανική εκκλησία] και ο Κωνσταντίνος ο Α΄, επειδή προφανώς νομιμοποίησε τη χριστιανική θρησκεία και συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε ο χριστιανισμός να αποκτήσει ενιαία δογματική βάση, δια πυρός και σιδήρου.
Αν και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Κωνσταντίνος ο Α΄ μπορεί να μην ήταν διόλου άγιος, ωστόσο το έργο του όντως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και ενδεχομένως να του αξίζει πρωταγωνιστική θέση στην ιστορία.
Αντιθέτως ο πολύ αξιόλογος Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Ίσαυρος, έμεινε στην βυζαντινή ιστορία με τον υποτιμητικό προσωνύμιο ο "Κοπρώνυμος" μόνο και μόνο επειδή την ιστορία της εποχής του, την έγραψαν εικονολάτρες χρονογράφοι, που πολύ θα ήθελαν να τον δουν κρεμασμένον ανάποδα.
Εν ολίγοις, μιλώντας για βυζαντινή ιστορία, θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στο πως τη "διαβάζουμε" και στο πως τη"μεταφράζουμε", προσπαθώντας μέσα από ένα αλλοπρόσαλλο μάγμα προπαγάνδας, φανατισμού, ιδεοληψίας και χριστιανικού "αλλαχουακμπαρισμού", να εκμαιεύσουμε την αλήθεια.
Πως όμως μπορούμε τελικά να προσπελάσουμε τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών ή των ανθρώπων που έζησαν σε κάποια εποχή και έγραψαν γι αυτήν, αποσπώντας μέσα από αυτό το γιγαντιαίο καλειδοσκόπιο των ατομικών γνωμών και πεποιθήσεων, μια πιο "αντικειμενική" ή έστω μια πιο αυθεντική απεικόνιση της ιστορικής πραγματικότητας;
Παραφράζοντας τον Χέγκελ, θα σας πω ότι η παγκόσμια ιστορία, είναι η ιστορία των λέξεων!
Βλέπετε, είναι εύκολο να αποκρύψεις την αλήθεια ή να δώσεις μια πλασματική εικόνα για το τι συνέβη στην εποχή σου, παρουσιάζοντας την μέσα τη δική σου προ-οπτική, αλλά δεν είναι διόλου εύκολο να ξεπεράσεις τον ίδιο σου τον εαυτό και να παρουσιάσεις κάτι άλλο από αυτό που πράγματι είσαι και το προδίδουν οι λέξεις σου.
Να προσπελάσεις δηλαδη την ίδια τη "μητρική" σου γλώσσα, όχι απλώς στο πεδίο της λαλιάς ή της γραφης, αλλά τη μητρική σου γλώσσα, ως δομή που συγκροτεί την όλη σου προσωπικότητα.
Η πάσα μία κυρία ρεπούση παραδείγματος χάριν, μπορεί να πλασάρει στο πόπολο την κυρίαρχη αντίληψη ότι τάχα μου δεν υφίστανται ούτε εθνική, ούτε φυλετική κληρονομιά σε μια ανθρώπινη κοινωνία, εξόν από πεδίο των μύθων [αντίληψη για την οποία οι νεοταξίτες δερβέναγες της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής νομενκλαντούρας πληρώνουν αδρά] ωστόσο δεν μπορεί να αποφύγει το τραγικό γεγονός ότι αυτή η ίδια τη φέρνει μέσα της, γι αυτό και μισεί τόσο λυσαλέα οτιδήποτε είναι ελληνικό!
Μοιάζει με την προπαγάνδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, πως τάχα μου η α-ταξική κοινωνία του κάθε τίτο και του κάθε μπρέζνιεφ, είχε τάχα μου εξαφανίσει την εθνοτική συλλογική συνείδηση, αλλά μόλις κατέρρευσαν οι μυστικές αστυνομίες και οι χαφιέδες των κόκκινων σατράπηδων, ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οι Κροάτες, οι Σέρβοι, οι Ουκρανοί, οι Γεωργιανοί, οι Ρώσοι, οι Σλοβένοι κ.λπ. και μάλιστα άρχισαν να σφάζονται μεταξύ τους...
Φαίνεται λοιπόν ότι στην ιστορία επιβιώνουν υπογείως και κάτω από τη μύτη των εκάστοτε κυρίαρχων καστών, αρχέγονες και πανίσχυρες συλλογικές ταυτότητες, είτε πολιτισμικές, είτε φυλετικές, είτε εθνοτικές κ.λπ.
Και μία από τις πιο συναρπαστικές μεθόδους, για να κατα-δείξεις αυτή την υπόγεια επιβίωση, είναι η έρευνα της ιστορίας των λέξεων, έτσι όπως διατρέχει αυτή, την εξέλιξη ενός πολιτισμού.
Εδώ από κάτου, σας κοτσάρω λοιπόν μία συνταραχτική λαϊκή αφήγηση, από τους παλιούς ελληνόφωνους κατοίκους της Καππαδοκίας, που οι ρίζες της ανάγονται στον καιρό του Βυζαντίου και που καταγράφεται από τον Νίκο Πολίτη, στο μνημειώδες έργο του: "Μελέτες περί του βίου και της γλωσσης του Ελληνικού λαού"
Πρόκειται για καθαρά λαϊκή αφήγηση, που θέτει όμως με εξαιρετική διαύγεια και θαυμαστή λακωνικότητα, το ζήτημα της επιβίωσης της "ελληνικότητας", μέσα από την επιβίωση της γλώσσας, και παρά τις τεράστιες αλλαγές που μπορεί να συμβούν, σε επίπεδα εξουσίας, πολιτικής, οικονομικής ή θρησκευτικής.
Η αφήγηση αυτή ονομάζεται "Το Κόψιμο των Γλωσσών" και ο Νίκος Πολίτης της την ανίχνευσε κάπου στο Μελεχουμπί της Καππαδοκίας.
Φρονώ ότι αυτή την ιστορία, έτσι όπως την αφηγούνται στη μακρινή Καππαδοκία, άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, θα έπρεπε να την πετάνε στη μούρη κάθε ροζοκόκκινου πολιτικού συμμορίτη, όταν παραδίδει και γλώσσα και ιστορία και πολιτισμό, στους βαρβάρους.
Αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι και σε μας, κατά έναν τρόπο μας έκοψαν τις γλώσσες και δεν είμαστε πια παρά η βουβή γενιά, που μεγαλώνει σκλάβους...
Η ιστορία λοιπόν των λέξεων είναι η ιστορία μας.
Κι αυτό που μπορούν να μας δείξουν οι λέξεις μας, είναι όντως συνταραχτικό...
Φυσικά δεν χωράει καμια αμφιβολία, ότι το Βυζάντιο από το ξεκίνημα του κι όλας, είτε το ορίσουμε από τη κτίση της Κωνσταντινουπόλεως, είτε [όπως το ορίζουν άλλοι] από την κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων, επί Θεοδοσίου του Α΄, ήταν κατά βάσιν μια συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ρωμαίους αυτοκράτορες και με επίσημη γλώσσα τη λατινική.
Ωστόσο, έφερε μέσα του και πολλά στοιχεία της ελληνικής κληρονομιάς και όχι μόνο σε γλωσσικό επίπεδο, τα οποία λειτουργούσαν υπόγεια, μεταλλάσοοντας σιγα-σιγά την αυτοκρατορία.
Καταρχήν είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ίδιος ο ρωμαϊκός κόσμος, ήταν βαθιά επηρρεασμένος από τον ελληνικό πολιτισμό, σε βαθμό που να νομιμοποιούμεθα να μιλάμε για έναν ελληνορωμαϊκό κόσμο, ο οποίος αποτέλεσε τη συνέχεια και τη συνέπεια του ελληνιστικού κόσμου, από την κατάκτηση της Ελλάδος [τον 2ο μ.Χ. αιώνα] μέχρι τουλάχιστον την εποχή του Κωνσταντίνου του Α΄.
Αυτό που λέγεται ως είδος υπερβολής, ότι η Ρώμη κατάχτησε την Ελλάδα στρατιωτικά αλλά η Ελλάδα κατάχτησε τη Ρώμη πνευματικά, περιέχει μεγάλη δόση ιστορικής αλήθειας. Η Ελλάδα, υπό την ευρύτερη έννοια της, ως μία ζώσα πνευματική, καλλιτεχνική και επιστημονική παγκόσμια παρακαταθήκη, δεν ήταν απλώς μια επαρχία της Ρώμης, όπως ήταν λόγου χάριν η Ισπανία, αλλά η πνευματική δεξαμενή, που τροφοδοτούσε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του.
Η Αθήνα και οι περίφημες φιλοσοφικές της σχολές δεν σταμάτησαν να λειτουργούν και να ακμάζουν σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκης αυτοκρατορίας, ενώ οι ολυμπιακοί αγώνες και τα ελευσίνεια μυστήρια τελούνταν κανονικά, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν, αφήνοντας την πρωταγωνιστική θέση τους στα μυστήρια της Ρέας-Κυβέλης [που τελούνταν στον δήμο της Φλύας, το σημερνό Χαλάνδρι] και τις ορφικές τελετές.
Είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Αδριανός έζησε πολλά χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, ως απλός μαθητής της φιλοσοφίας, ενώ φρόντισε να λαμπρύνει την πόλη με μνημειώδεις κατασκευές, όπως η αποπεράτωση του ναού του Ολύμπιου Δία και η πύλη του Αδριανού, που σήμερα εν αγνοία μας τα νομίζουμε ως μνημεία του αιώνα του Περικλέους!
Ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος που επηρέασε βαθιά τη ρωμαϊκή φιλοσοφία ήταν Έλληνας, ενώ οι πιο γνωστοί ρωμαίοι θεατρικοί συγγραφείς, ο Πλαύτος και ο Τερέντιος διασκέδαζαν με τις κωμωδίες τους το κοινό των Λατίνων, οι οποίες όμως ανήκαν στο είδος: "Fabula Palliata", τη διασκευή δηλαδή έργων των Αθηναίων κωμωδιογράφων της Νέας Κωμωδίας Μένανδρου και Φιλήμονα.
Κι όχι μόνον αυτά.
Δεν υπήρχε ευκατάστατη ρωμαϊκή οικογένεια που να μην διαθέτει έναν Έλληνα δάσκαλο για τα παιδιά της και δεν υπήρχε πλατεία ή αγορά [φόρουμ] στη Ρώμη, που να μην κοσμούνταν από ελληνικά γλυπτά [συνήθως κλεμμένα]
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο Α΄, φρόντισε να μεταφέρει στη Νέα Ρώμη του τον περίφημο τρίποδα των Πλαταιών από τους Δελφούς και άλλους ελληνικούς θησαυρούς, για να της προσδώσει την αισθητική αίγλη, που ήταν απαραίτητη για μια πρωτεύουσα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Ωστόσο η πιο τρανταχτή έν-δειξη του ότι πως οι ίδιοι οι Λατίνοι αντιλαμβανόντουσαν την στενή πολιτισμική τους συγγένεια με τον ελληνισμό, ήταν το γεγονός ότι είχαν υιοθετήσει τη διαχωριστική γραμμή πολιτισμού-βαρβαρότητας, την οποία είχαν θέσει αρχικά οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την επέκτειναν, ώστε να την καταστήσουν διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ελληνορωμαϊκού κόσμου και της βαρβαρότητας.
Ο Μάρκος Αυρήλιος στις εκστρατείες του κατά των Σαρματών μιλάει με πατρική στοργή, για τους βαρβαρους Σαρμάτες, στους οποίους αναγνώριζε πάντως την αθωότητα της άγνοιας.
Εν ολίγοις, έχουμε κάθε δικαίωμα να μιλάμε για την πολιτισμική ενότητα Ελλήνων και Ρωμαίων, στο σύμπλοκο του ελληνορωμαϊκού κόσμου της αρχαιότητας, που άμεσος κληρονόμος και συνεχιστής του ήταν φυσικά το πρώιμο Βυζάντιο.
Ο Κωνσταντίνος ο Α΄, παρά το ότι ο ίδιος ήταν λατινόφωνος [φυλετικά ωστόσο ήταν κατά το ήμισυ Έλλην] θεμελίωσε την πρωτεύουσα ενός κόσμου που ήδη είχε τη συνείδηση μιας ελληνορωμαϊκής συλλογικής ταυτότητας.
Από εκεί, μέχρι τον σχεδόν ολοκληρωτικό εξελληνισμό του Βυζαντίου, ο οποίος άρχισε να γίνεται εμφανέστατος, μετά την κατάκτηση της Πόλης από τους σταυροφόρους, στο έμπα του 13ου μ.Χ. αιώνα, ο δρόμος ήταν μακρύς αλλά ίσως και να ήταν ήδη προδιαγεγραμμένος.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην πόλη της παλιάς αποικίας του Βύζαντα, είχε ως άμεσο επακόλουθο, την ώσμωση μεταξύ του ελληνόφωνου πληθυσμού της λεγόμενης "ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας" με τους λατινόφωνους αξιωματούχους και στρατιωτικούς, που ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο και ανέλαβαν τη διοίκηση και τον στρατό της αυτοκρατορίας.
Και εδώ παρατηρούνται οι πρώτες μεγάλες μεταβολές, στην εξελικτική πορεία του Βυζαντίου, από μια ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, σε μια κατά βάσιν ελληνική.
Ένα πρώτο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των σταδιακών μεταβολών, είναι η εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας.
Δύο αιώνες μετά τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ο τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός, γνωστότερος απλά ως Ιουστινιανός, αντιμετώπισε την επιτακτική ανάγκη του εκσυγχρονισμού και της κωδικοποίησης της υπάρχουσας ρωμαϊκης νομοθεσίας, η οποία ήδη φαινονταν ανίκανη να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες ζωής, που είχαν διαμορφωθεί στη χριστιανική ελληνορωμαϊκή κοινωνία του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Ο Ιουστινιανός έχοντας κατορθώσει να εδραιώσει [για τελευταία φορά] την ενότητα της αχανούς ρωμαϊκης αυτοκρατορίας, σε ανατολή και σε δύση, ανέθεσε σε μια ομάδα [λατινόφωνων] νομομαθών να συντάξουν έναν νέο κώδικα, που θα περιλάμβανε το σύνολο της ισχύουσας νομοθεσίας.
Ο Πανδέκτης, όπως ονομάστηκε λοιπόν αυτός ο κώδικας του Ρωμαϊκού δικαίου, ήταν γραμμένος στα λατινικά. Ωστόσο, εκτός από τον Πανδέκτη, εισήχθησαν στο όλο σύμπλοκο αυτού του κώδικα και οι νεότερες δικαστικές αποφάσεις, που εξήγαγαν τα δικαστήρια της εποχής του Ιουστινιανού, με την ονομασία Νεαρές.
Οι Νεαρές όμως ήσαν γραμμένες στα ελληνικά, απο-δείχνοντας έτσι τη μεταλλαγή της βυζαντινής κοινωνίας, που ήδη είχε αρχίσει να εξελληνίζεται.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι ο Ιουστινιανός ήταν ο τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας.
Όλοι οι άλλοι μετά από αυτόν, θα ήσαν ελληνόφωνοι.
Δύο αιώνες τώρα μετά τον Ιουστινιανό, στα μέσα περίπου του 8ου αιώνα και επί της βασιλείας του Λέοντος Γ΄ του Ίσαυρου, χρειάσθηκε και νέα αλλαγή στη βυζαντινή νομοθεσία, ακριβώς επειδή στο πέρασμα δύο αιώνων είχαν συμβεί σημαντικότατες αλλαγές στη βυζαντινή κοινωνία.
Η περίφημη "Εκλογή" λοιπόν, δηλαδή η νομοθεσία των Ισαύρων ήταν όλη γραμμένη στα ελληνικά!
Δεν χρειάζεται βεβαίως να σας πω ότι μετά τους Ίσαυρους, όλες οι κατά καιρούς νομοθεσίες του Βυζαντίου. ήσαν γραμμένες στα ελληνικά, ενώ η λατινική γλώσσα, που ήταν η κοινώς ομιλουμένη επί Κωνσταντίνου του Α΄, μετατράπηκε σταδιακά σε μία ξένη γλώσσα, για την οποία χρειαζόντουσαν διερμηνείς στα ανάκτορα, όπως και για όλες τις άλλες ξενικές γλώσσες.
Μιας και η νομοθεσία μιας χώρας παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική της εξέλιξη, κανονικά δεν θα χρειάζονταν άλλα αποδεικτικά στοιχεία για τον σταδιακό αλλά πλήρη εξελληνισμό του Βυζαντίου, στην πορεία της ιστορίας του.
Από το αμιγώς ρωμαϊκό δίκαιο της εποχής του Κωνσταντίνου του Α΄ [4ος αιώνας] φτάνουμε στο κατά το ήμισυ ελληνικό δίκαιο των Νεαρών του Ιουστινιανού [6ος αιώνας] και από εκεί καταλήγουμε στο αμιγώς ελληνικό δίκαιο της Εκλογής των Ισαύρων [8ος αιώνας]
Ανά δύο δηλαδή αιώνες παρατηρούμε μια σαφή εξελικτική μεταβολή στη νομοθεσία του Βυζαντίου [και όχι μόνο στη γλώσσα της] που απηχεί και τις μεταβολές οι οποίες συνέβησαν στην βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ωστόσο εμείς οι Έλληνες είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε ασυζητητί το ότι η Ιταλία, που δημιουργήθηκε ως έθνος/κράτος μόλις τον 19ο αιώνα] είναι η συνέχεια και η εξέλιξη της Ρώμης [πρόκειται για ανάλογο φαινόμενο] αλλά είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στο να δεχτούμε κάτι αντίστοιχο για τον νεώτερο Ελληνισμό και το Βυζάντιο.
Βλέπετε εμείς οι Έλληνες, εξόν από το ότι έχουμε συνηθίσει να βάνουμε τα χεράκια μας και να βγάνουμε τα ματάκια μας, είμαστε και ο πιο χουβαρντάς λαός της ιστορίας! Και χαρίζουμε γενναιόδωρα κομμάτια του πολιτισμού μας, όπως το χιλιόχρονο Βυζάντιο ας πούμε, σε κάτι ανεκδιήγητους τσομπαναραίους, που μιας και δεν διαθέτουν δικιά τους ιστορία, σφετερίζονται τη δικια μας [και οι νοούντες ας νοήσουν]
Δεν θα σταματήσω λοιπόν στην εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας, που δείχνει, υπο-δείχνει και απο-δείχνει τον εξελληνισμό του Βυζαντίου αλλά θα σας μιλήσω και για άλλες εξελικτικές διαδικασίες [προτσές θα τις ονόμαζε ο κ. Φίλης] που διεξήχθησαν στη σκιά της επίσημης ιστορίας και συνέβαλαν στο να αναδυθεί κάποια στιγμή, ένα γνήσια ελληνικό Βυζάντιο.
Αν εστιάσουμε το βλέμμα μας στη διοίκηση και στη στρατιωτική δομή του Βυζαντίου, θα δούμε ότι πράγματι στους πρώτους αιώνες της ιστορίας του, αφθονούσαν οι λατινογενείς όροι.
Ο πρωθυπουργός ας πούμε που διόριζε ο αυτοκράτορας, αποκαλούνταν μάγιστρος, ενώ οι κυριότεροι διοικητικοί υπάλληλοι της κυβερνήσεως ονομαζόντουσαν σεκρετάριοι. Στον στρατό επίσης είχαμε ονόματα βαθμών, αντιστοιχα με τα ρωμαϊκά, όπως λόγου χάριν τον τριμπούνο, δηλαδη τον χιλίαρχο ή τον κεντυρίωνα, δηλαδή τον εκατόνταρχο.
Προφανώς όλοι αυτοί οι όροι ήσαν απευθείας παρμένοι από τη ρωμαϊκή συνιστώσα του βυζαντινού πολιτισμού. Ωστόσο, αν φύγουμε από τα στενά όρια της διοίκησης και του στρατού που όπως είναι φυσικό, εξελίσσονται με πολύ αργότερους ρυθμους από ότι οι λαϊκές τάξεις, θα δούμε μια σταδιακή υποχώρηση των λατινικών ή λατινογενών όρων και την αντικατάσταση τους από ελληνικούς.
Παραδείγματος χάριν, στην εξέλιξη του βυζαντινού στρατού, υπήρξε η περίφημη τομή της "κληρουχίας" την οποία επέβαλλε το πρώτον ο Ηράκλειος, την επέκτειναν οι Ίσαυροι και διατηρήθηκε σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της Μακεδονικής δυναστείας, δίνοντας στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να συντηρεί έναν εξαιρετικά αξιόμαχο στρατό, στήριγμα και άξονα της περιόδου της μέγιστης ακμής της.
Το σύστημα της κληρουχίας όριζε ότι αν ένας άντρας δέχονταν να υπηρετήσει εφ' όρου ζωής στον βυζαντινό στρατό και δη σε απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, θα έπαιρνε δικη του γη.
Τα αγροκτήματα που δίνονταν ως ισόβια αμοιβή σε αυτούς τους μικρούς ιδιοκτήτες-στρατιώτες, ονομάζονταν "κλήροι" διότι παραχωρούνταν στους δικαιούχους κατόπιν κληρώσεως και οι ιδιοκτήτες στρατιώτες αποκαλούνταν "κληρωτοί" [όπως ονομάζουμε ακόμα σήμερα τους έφεδρους φαντάρους]
Οι άντρες μάλιστα που επέλεγαν να πάρουν κλήρο στα σύνορα της αυτοκρατοράς ονομάζονταν "ακρίτες" [από τις ακριτικές περιοχές που φύλασσαν] και εξαιτίας της γενναιότητας τους, υμνήθηκαν στα δημοτικά "ακριτικά" τραγούδια.
Οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι λοιπόν αντικαταστάθηκαν από τους κληρωτούς, στην εξελικτική διαδικασία του εξελληνισμού του Βυζαντίου.
Εδώ δηλαδή δεν έχουμε μοναχά ελληνικές λέξεις, που έχουν αντικαταστήσει πλήρως τις λατινικές αλλά και ελληνική δημοτική ποίηση, που [δικαίως] σήμερα τη θεωρούμε μέρος της ελληνικής μας κληρονομιάς!
Και να σας πω και το άλλο...
Ως γνωστόν εντός της Ρώμης δεν μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν λεγεώνες, για να μην αποκτήσει τον έλεγχο της πόλης κάποιος ισχυρός στρατηγός.
Εντός της Ρώμης [ή έστω πολύ κοντά της] στρατοπέδευε μόνον η φρουρά του αυτοκράτορα, οι περίφημοι "πραιτωριανοί"
Όταν λοιπον ο Κωνσταντίνος ο Α' θεμελίωσε την Κωνσταντινούπολη, διέθετε και μία φρουρα πραιτωριανών εντός της πόλεως, ενώ οι λεγεώνες του στρατοπέδευαν στις επαρχίες.
Στην εποχή των Ισαύρων όμως παρατηρούμε μία ακόμα ανατροπή. Το λατινικό σώμα των πραιτωριανών δεν υφίσταται πλέον. Η αυτοκρατορική φρουρά αποτελείται από τους λεγόμενους "σχολάριους", οι οποίοι ήσαν επίλεκτοι πολεμιστές, κάτι σαν τις σημερινές ειδικές δυνάμεις του ελληνικού στρατού.
Η "σχολή" τους και το στρατόπεδο τους βρίσκονταν σιμά στο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων, πράγμα που διατήρησαν αργότερα και οι Οθωμανοί, εγκαθιστώντας τη σχολή των γενίτσαρων κοντά στο Τοπ Καπί.
Προκειμένου μάλιστα να ξεχωρίζουν από τους απλους στρατιώτες οι επίλεκτοι σχολάριοι, φορούσαν ενώτια, τα οποία εξαιτίας τους έλαβαν την ονομασία "σχολαρίκια", εκ της οποίας προέρχονται τα σημερνά σκουλαρίκια.
Τι άλλο θέλετε ρε παιδιά, για να ανιχνεύσετε τη συνέχεια του ελληνισμού, στη συνέχεια της γλώσσας μας;
Με τη διαφορά ότι αυτή τη συνέχεια, θα πρέπει να την αναζητήσετε στην πραγματικότητα της ιστορίας, στη χύμα ζωή των λαϊκών τάξεων, όπου συχνότατα οι εξελίξεις πραγματοποιούνται υπόγεια, κάτω από τη μύτη των πολύ πιο συντηρητικών κυρίαρχων τάξεων.
Να σας πάω τώρα και σε μια άλλη κοινωνική διαδικασία, που ενδεχομένως να έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία, ως εν-δεικτική της ιστορικής εξέλιξης μιας κοινωνίας, από ότι η νομοθεσία, η διοίκηση ή ο στρατός.
Στην τέχνη και μαλιστα στη λαϊκή τέχνη, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου εξελίσσονταν υπόγεια, κάτω από την ύπουλη μύτη του παπαδαριού και των κρατικών αξιωματούχων.
Είναι γνωστό ότι στην ορθόδοξη εκκλησία δεν επιτρέπεται η χρήση μουσικών οργάνων, ενω υπαρχουν πολλοί αυστηροί κανόνες που αφορούν το τι πρέπει να ψάλλεται και το πως πρέπει να ψάλλεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάτω από το βλέμμα των πατριαρχών δεν υπήρχαν μουσικά όργανα ή ότι ο λαός δεν τραγουδούσε και δεν χόρευε, με τους δικούς του κανόνες.
Μία λοιπόν από τις πιο ενδιαφέρουσες πηγές πληροφοριών μας, για την βυζαντινή κοινωνία, είναι η μεγάλη τέχνη του δημοτικού τραγουδιού, που σε όλο τον Ελληνισμό, δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται, από τα χρόνια των αρχαίων αοιδών, μέχρι σήμερα.
Ειδικά το λεγόμενο αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί συνέχεια των αοιδών και του ίδιου του Ομήρου.
Ο σπουδαίος λαογράφος μας Νίκος Πολίτης, ήταν ο πρώτος που εξέφρασε την άποψη ότι οι λεγόμενες "παραλογές", όπως παραδείγματος χάριν το τραγούδι του νεκρού αδερφού ή το γιοφύρι της Αρτας, έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες και κατάγονται από τις λεγόμενες "παρακαταλογές" [και όχι φυσικά από την αδόκιμη συσχέτιση τους με κάτι τι το παράλογο]
Ξεπατικώνω εδώ από το αναγνωστικό της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου...
"...Σύμφωνα με τη γνώμη του Στ. Κυριακίδη η λέξη «παραλογή» έχει προέλθει από την αρχαία ελληνική «παρακατολογή» (με απλολογία κατά το γνωστό σχήμα: αμφιφορεύς - αμφορεύς), που ήταν όρος θεατρικός και σήμαινε ένα είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Ο ίδιος μελετητής ασχολήθηκε με το ευρύτερο πρόβλημα της καταγωγής των ελληνικών παραλογών. Στη μελέτη του «Αι ιστορικαί αρχαί της δημώδους νεοελληνικής ποιήσεως» (1934) υποστήριξε την πολύ βάσιμη άποψη ότι η προέλευση και η καταγωγή των παραλογών είναι αρχαιοελληνική.
Στο πρώτο κείμενο της σειράς: "Ο εξελληνισμός του Βυζαντίου [Νο1: μια νέα οπτική]"
μιλήσαμε για ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, που διαπράττουμε συχνά, όταν μελετάμε έναν πολιτισμό με μακρά ιστορική διάρκεια, όπως η βυζαντινή αυτοκρατορία, που βρίσκονταν στο προσκήνιο της ευρωπαικής ιστορίας, περισσότερο από χίλια χρόνια.Ξεπατικώνω εδώ το σχετικό χαρακτηριστικό απόσπασμα από το 1ο μέρος, το οποίο καλό είναι να διαβάσετε, προτού προχωρήσετε στη συνέχεια του, στο 2ο μέρος...
"...Δεν αρκεί να παρατηρούμε στατικά και σε ένα απομονωμένο κομμάτι της ιστορίας του, έναν μεγάλο πολιτισμό, που διήρκεσε αιωνες αλλά επιβάλλεται να δια-κρίνουμε και να κρίνουμε τα φαινόμενα μέσα στην όλη εξέλιξη αυτού του πολιτισμού. Αλλιώς κινδυνεύουμε να βγάνουμε εντελώς γελοία συμπεράσματα, όπως αυτό της κ. Ρεπούση, που θέλει να μας πείσει ότι η σφαγή της Σμύρνης οφείλονταν στον συνωστισμό της προκυμαίας, τη νύχτα της μεγάλης σφαγής. Για να μην σας πω ότι, αν αφήσουμε την κ. Λοϊζου παραδείγματος χάριν να μας μιλησει για το Βυζάντιο, μπορεί και να μας βεβαιώσει ότι οι βυζαντίνοι ήσαν απόγονοι μογγολοχαζάρων τούρκων, επειδή ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, νυμφεύτηκε μια πριγκίπισσα των Χαζάρων..."
Σ' αυτή τη σειρά κειμένων συνεπώς θα στηριχτούμε σε μία νέα οπτική, στην ανάγνωση της ιστορίας μας [ημών των Ελλήνων], εξετάζοντας τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά και γεωπολιτικά φαινόμενα, όχι στατικά σε μία μόνον συγκεκριμένη χρονική περίοδο του Βυζαντίου, αλλά δυναμικά, στην διαλεκτική τους εξέλιξη μέσα στην μακραίωνη ιστορική του πορεία.
Κι εκεί θα δούμε πως τελικά επιβίωσε ο Ελληνισμός, ανάμεσα στη Σκύλλα του ιουδαιοασιατικού χριστιανικού φονταμενταλισμού και στη Χάρυβδη των λατινοασιατικών επιρροών, που δέχτηκε μοιραία από Ανατολή και από Δύση.
Προτού όμως μιλήσουμε γι αυτή την υπόγεια επιβίωση του Ελληνισμού στην εξελικτική πορεία του Βυζαντίου, έχει καίρια σημασία να προσθέσουμε εδώ και δύο άλλα πολύ σημαντικά μεθοδολογικά σφάλματα, που παρουσιάζονται στη μελέτη της ιστορίας.
- Πρώτο σφάλμα είναι η πλασματική πεποίθηση που μας δημιουργείται από τους ίδιους τους "αφηγητές" της ιστορίας, οι οποίοι κατ-έγραψαν τα γεγονότα της εποχής τους [τα κείμενα δηλαδή που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν ως "πηγές" της ιστορίας] ότι δήθεν η εξιστόρηση των πεπραγμένων μιας κυρίαρχης κάστας σε μια κοινωνία, είτε στον πολιτισμό, είτε στην κοινωνική ζωή, είτε σε οποιαδήποτε διαδικασία του ιστορικού πράττειν, είναι και ο "αντικειμενικός" καθρέπτης ολόκληρης της κοινωνίας.
Λάθος! Και μάλιστα λάθος που οδηγεί σε τραγικές παρανοήσεις.
Πάρτε ως ακραίο παράδειγμα το περίφημο έργο του Κωνσταντίνου 7ου του Πορφυρογέννητου: "περί της βασιλείου τάξεως", όπου αφηγείται με πάσαν λεπτομέρεια όλο το τυπικό της αυλικής εθιμοτυπίας των Βυζαντίνων βασιλέων, στην εποχή του.
Σημειώνω ότι ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήταν ο 4ος κατά σειράν αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας και ήκμασε στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα.
Το συγκεκριμένο έργο λοιπόν [όπως και τα υπόλοιπα έργα αυτού του διανοούμενου βασιλιά] είναι μια υπερπολύτιμη ιστορική πηγή, για να καταλάβουμε πως λειτουργούσε η αυτοκρατορική διοίκηση και οι βασικοί μηχανισμοί εξουσίας των βυζαντίνων βασιλέων, κατά τον 10ο αιώνα.
Είναι όμως η "έκθεσις της βασιλείου τάξεως" ένας χάρτης, ένας μπούσουλας, για να κατανοήσουμε σε όλο της το εύροςτη βυζαντική κοινωνία;
Προφανώς όχι!
Διότι, σε καμία περίπτωση, ο τρόπος ζωής, οι αντιλήψεις, τα ήθη ή οι αξιακοί κώδικες της κυρίαρχης κάστας των κρατικών αξιωματούχων και των ηγετικών ομάδων του στρατού, δεν ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του αστικού πληθυσμού ή των αγροτών της υπαίθρου.
Για να μην σας πω ότι πολύ συχνά, οι ίδιοι οι "πορφυρογέννητοι", οι άνθρωποι δηλαδή που γεννηθηκαν και μεγάλωσαν αυστηρά, μέσα στα ορισμένα όρια μιας κυρίαρχης κάστας, μπορεί να μην έχουν ιδέα για το πως πραγματικά είναι η καθημερινή ζωη των λαϊκών τάξεων.
Και γι αυτό ακριβώς, οι δικές τους μαρτυρίες, μπορεί να είναι πολύτιμες για να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία της δικής τους κάστας, είναι όμως εντελώς ακατάλληλες, ώστε να βγαλουμε ιστορικά συμπεράσματα επι του συνόλου του πολιτισμού τους και της κοινωνίας τους.
Είναι δηλαδή σαν να θέλουμε να καταλάβουμε τα αίτια της Γαλλικής επαναστασης και να στηριζόμαστε στις μαρτυρίες της Μαρίας Αντουανέτας.
Η οποία νόμιζε ότι οι Γιακωβίνοι πολιορκούσαν τις Βερσαλίες, επειδή υπήρχε έλλειψη στο παντεσπάνι...
- Το δεύτερο σφάλμα μας, είναι το ότι ξεχνάμε πως η ιστορία γράφεται παντα από τους νικητές!
Το 842 παραδείγματος χάριν, η Θεοδώρα, σύζυγος του θανόντος Θεόφιλου [εκείνου που παρολίγον να παντρευτεί την Κασσιανή] έδωκε τέλος στην τρομερή εμφύλια σύγκρουση της εικονομαχίας, που είχε συνταράξει το Βυζάντιο, κοντά μισόν αιώνα, δίνοντας την τελική νίκη στους εικονολάτρες [κρυφά εικονόφιλη και η ίδια, όσα χρόνια ζούσε ο άντρας της, ο τελευταίος των Ισαύρων βασιλέων]
Αμέσως λοιπόν μετά την λεγόμενη "αναστύλωση" των εικόνων, ο όχλος των νικητών εικονολατρών έβανε μπροστά και άρχισε να καταστρέφει οτιδήποτε είχαν προκάμει να αφήσουν ως μνημείο τους οι εικονομάχοι - από βιβλία και επιγραφές μέχρι πολύτιμα έργα τέχνης.
Η καταστροφή των πάσης φύσεως έργων των εικονομάχων ήταν τόσο ολοκληρωτική, ώστε για την περίοδο αυτή, που λογίζεται ως η πιο σκοτεινή της βυζαντινής ιστορίας, δεν έχουμε καμία μαρτυρία από την πλευρά των εικονομάχων. Όσα γνωρίζουμε είναι παρμένα από τη χρονογραφία και τις μαρτυρίες των ορκισμένων εχθρών τους, όπως λόγου χάριν ο μοναχός Θεοφάνης ή ο περίφημος ελληνοσύρος θεολόγος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Συνεπώς, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατα νου όταν μιλάμε για ιστορικά φαινόμενα, το ποιες είναι οι πηγές μας και το τι είδους φανερή ή αφανής προπαγάνδα μπορεί να κρύβεται, πίσω από τις σελίδες της ιστοριογραφίας τους.
Η βυζαντινή ιστορία λοιπόν ουσιαστικά συν-τίθεται από τις ιστορικές μαρτυρίες ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο [και συνήθως με υπερβάλλοντα φονταμενταλιστικό ζήλο] προσπάθησαν να "παρουσιάσουν" μια εικόνα της εποχής τους, που να ανταποκρίνεται κυρίως σε ότι πίστευαν οι ίδιοι πως ήταν το "θέλημα του Θεού" ή του "προστάτη" τους.
Γι αυτό και βλέπετε ότι έμεινε να αποκαλείται "Μέγας" ένας σχετικά ικανός μεν αλλά όχι και ιδιαίτερα σπουδαίος αυτοκράτορας, ο Θεοδόσιος ο Α΄, τον οποίο "εχρισε" "Μέγα" το χριστιανικό παπαδαριό, εξαιτίας των διωγμών που εξαπέλυσε κατά της παλαιάς θρησκείας και των πιστών της.
Επίσης "Μέγας" [αλλά και "άγιος"] ως γνωστόν ονομάστηκε [από τη χριστιανική εκκλησία] και ο Κωνσταντίνος ο Α΄, επειδή προφανώς νομιμοποίησε τη χριστιανική θρησκεία και συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε ο χριστιανισμός να αποκτήσει ενιαία δογματική βάση, δια πυρός και σιδήρου.
Αν και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Κωνσταντίνος ο Α΄ μπορεί να μην ήταν διόλου άγιος, ωστόσο το έργο του όντως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και ενδεχομένως να του αξίζει πρωταγωνιστική θέση στην ιστορία.
Αντιθέτως ο πολύ αξιόλογος Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Ίσαυρος, έμεινε στην βυζαντινή ιστορία με τον υποτιμητικό προσωνύμιο ο "Κοπρώνυμος" μόνο και μόνο επειδή την ιστορία της εποχής του, την έγραψαν εικονολάτρες χρονογράφοι, που πολύ θα ήθελαν να τον δουν κρεμασμένον ανάποδα.
Εν ολίγοις, μιλώντας για βυζαντινή ιστορία, θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στο πως τη "διαβάζουμε" και στο πως τη"μεταφράζουμε", προσπαθώντας μέσα από ένα αλλοπρόσαλλο μάγμα προπαγάνδας, φανατισμού, ιδεοληψίας και χριστιανικού "αλλαχουακμπαρισμού", να εκμαιεύσουμε την αλήθεια.
Πως όμως μπορούμε τελικά να προσπελάσουμε τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών ή των ανθρώπων που έζησαν σε κάποια εποχή και έγραψαν γι αυτήν, αποσπώντας μέσα από αυτό το γιγαντιαίο καλειδοσκόπιο των ατομικών γνωμών και πεποιθήσεων, μια πιο "αντικειμενική" ή έστω μια πιο αυθεντική απεικόνιση της ιστορικής πραγματικότητας;
Παραφράζοντας τον Χέγκελ, θα σας πω ότι η παγκόσμια ιστορία, είναι η ιστορία των λέξεων!
Βλέπετε, είναι εύκολο να αποκρύψεις την αλήθεια ή να δώσεις μια πλασματική εικόνα για το τι συνέβη στην εποχή σου, παρουσιάζοντας την μέσα τη δική σου προ-οπτική, αλλά δεν είναι διόλου εύκολο να ξεπεράσεις τον ίδιο σου τον εαυτό και να παρουσιάσεις κάτι άλλο από αυτό που πράγματι είσαι και το προδίδουν οι λέξεις σου.
Να προσπελάσεις δηλαδη την ίδια τη "μητρική" σου γλώσσα, όχι απλώς στο πεδίο της λαλιάς ή της γραφης, αλλά τη μητρική σου γλώσσα, ως δομή που συγκροτεί την όλη σου προσωπικότητα.
Η πάσα μία κυρία ρεπούση παραδείγματος χάριν, μπορεί να πλασάρει στο πόπολο την κυρίαρχη αντίληψη ότι τάχα μου δεν υφίστανται ούτε εθνική, ούτε φυλετική κληρονομιά σε μια ανθρώπινη κοινωνία, εξόν από πεδίο των μύθων [αντίληψη για την οποία οι νεοταξίτες δερβέναγες της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής νομενκλαντούρας πληρώνουν αδρά] ωστόσο δεν μπορεί να αποφύγει το τραγικό γεγονός ότι αυτή η ίδια τη φέρνει μέσα της, γι αυτό και μισεί τόσο λυσαλέα οτιδήποτε είναι ελληνικό!
Μοιάζει με την προπαγάνδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, πως τάχα μου η α-ταξική κοινωνία του κάθε τίτο και του κάθε μπρέζνιεφ, είχε τάχα μου εξαφανίσει την εθνοτική συλλογική συνείδηση, αλλά μόλις κατέρρευσαν οι μυστικές αστυνομίες και οι χαφιέδες των κόκκινων σατράπηδων, ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οι Κροάτες, οι Σέρβοι, οι Ουκρανοί, οι Γεωργιανοί, οι Ρώσοι, οι Σλοβένοι κ.λπ. και μάλιστα άρχισαν να σφάζονται μεταξύ τους...
Φαίνεται λοιπόν ότι στην ιστορία επιβιώνουν υπογείως και κάτω από τη μύτη των εκάστοτε κυρίαρχων καστών, αρχέγονες και πανίσχυρες συλλογικές ταυτότητες, είτε πολιτισμικές, είτε φυλετικές, είτε εθνοτικές κ.λπ.
Και μία από τις πιο συναρπαστικές μεθόδους, για να κατα-δείξεις αυτή την υπόγεια επιβίωση, είναι η έρευνα της ιστορίας των λέξεων, έτσι όπως διατρέχει αυτή, την εξέλιξη ενός πολιτισμού.
Εδώ από κάτου, σας κοτσάρω λοιπόν μία συνταραχτική λαϊκή αφήγηση, από τους παλιούς ελληνόφωνους κατοίκους της Καππαδοκίας, που οι ρίζες της ανάγονται στον καιρό του Βυζαντίου και που καταγράφεται από τον Νίκο Πολίτη, στο μνημειώδες έργο του: "Μελέτες περί του βίου και της γλωσσης του Ελληνικού λαού"
Πρόκειται για καθαρά λαϊκή αφήγηση, που θέτει όμως με εξαιρετική διαύγεια και θαυμαστή λακωνικότητα, το ζήτημα της επιβίωσης της "ελληνικότητας", μέσα από την επιβίωση της γλώσσας, και παρά τις τεράστιες αλλαγές που μπορεί να συμβούν, σε επίπεδα εξουσίας, πολιτικής, οικονομικής ή θρησκευτικής.
Η αφήγηση αυτή ονομάζεται "Το Κόψιμο των Γλωσσών" και ο Νίκος Πολίτης της την ανίχνευσε κάπου στο Μελεχουμπί της Καππαδοκίας.
Το κόψιμο των γλωσσών [Μελεχουμπί Καππαδοκίας]
"...Λέγουν λοιπόν εκεί πέρα στην Καππαδοκία, πως όταν ο βασιλιάς της Περσίας κατάχτησε τη χώρα τους, θέλησε να ξεριζώσει τη χριστιανική θρησκεία. Γρήγορα καταλαβε όμως ότι δεν θα το κατάφερνε, αν δεν ξερίζωνε πρώτα την ελληνική γλώσσα, που μιλούσαν οι κάτοικοι. Έπρεπε πρώτα να ξεμάθουν τα ελληνικά και ύστερα να ξεμάθουν τον Χριστό. Διέταξε λοιπόν και έκοψαν τις γλώσσες όλων των παιδιών! Εμεγάλωσεν αυτή η βουβή γενιά και η επόμενη γενιά άρχισε να μιλάει τη γλώσσα αυτωνών που τους σκλάβωσαν. Έτσι έγιναν κι αυτοί σκλάβοι. Μοναχά τη γλώσσα των παιδιών των δικών μας, εδώ στο Μελεχουμπί δεν έκοψαν, γιατί μας ξέχασαν και τους γλιτώσαμε. Γι αυτό λοιπόν εμείς εδώ, επειδή δεν μας έκοψαν τη γλώσσα, φυλάξαμε και τη γλώσσα μας και τη θρησκεία μας και μιλάμε σήμερα ελληνικά, ενώ ολοι οι άλλοι γυρω μιλάνε τουρκικα!"
Φρονώ ότι αυτή την ιστορία, έτσι όπως την αφηγούνται στη μακρινή Καππαδοκία, άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, θα έπρεπε να την πετάνε στη μούρη κάθε ροζοκόκκινου πολιτικού συμμορίτη, όταν παραδίδει και γλώσσα και ιστορία και πολιτισμό, στους βαρβάρους.
Αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι και σε μας, κατά έναν τρόπο μας έκοψαν τις γλώσσες και δεν είμαστε πια παρά η βουβή γενιά, που μεγαλώνει σκλάβους...
Η ιστορία λοιπόν των λέξεων είναι η ιστορία μας.
Κι αυτό που μπορούν να μας δείξουν οι λέξεις μας, είναι όντως συνταραχτικό...
Φυσικά δεν χωράει καμια αμφιβολία, ότι το Βυζάντιο από το ξεκίνημα του κι όλας, είτε το ορίσουμε από τη κτίση της Κωνσταντινουπόλεως, είτε [όπως το ορίζουν άλλοι] από την κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων, επί Θεοδοσίου του Α΄, ήταν κατά βάσιν μια συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ρωμαίους αυτοκράτορες και με επίσημη γλώσσα τη λατινική.
Ωστόσο, έφερε μέσα του και πολλά στοιχεία της ελληνικής κληρονομιάς και όχι μόνο σε γλωσσικό επίπεδο, τα οποία λειτουργούσαν υπόγεια, μεταλλάσοοντας σιγα-σιγά την αυτοκρατορία.
Καταρχήν είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ίδιος ο ρωμαϊκός κόσμος, ήταν βαθιά επηρρεασμένος από τον ελληνικό πολιτισμό, σε βαθμό που να νομιμοποιούμεθα να μιλάμε για έναν ελληνορωμαϊκό κόσμο, ο οποίος αποτέλεσε τη συνέχεια και τη συνέπεια του ελληνιστικού κόσμου, από την κατάκτηση της Ελλάδος [τον 2ο μ.Χ. αιώνα] μέχρι τουλάχιστον την εποχή του Κωνσταντίνου του Α΄.
Αυτό που λέγεται ως είδος υπερβολής, ότι η Ρώμη κατάχτησε την Ελλάδα στρατιωτικά αλλά η Ελλάδα κατάχτησε τη Ρώμη πνευματικά, περιέχει μεγάλη δόση ιστορικής αλήθειας. Η Ελλάδα, υπό την ευρύτερη έννοια της, ως μία ζώσα πνευματική, καλλιτεχνική και επιστημονική παγκόσμια παρακαταθήκη, δεν ήταν απλώς μια επαρχία της Ρώμης, όπως ήταν λόγου χάριν η Ισπανία, αλλά η πνευματική δεξαμενή, που τροφοδοτούσε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του.
Η Αθήνα και οι περίφημες φιλοσοφικές της σχολές δεν σταμάτησαν να λειτουργούν και να ακμάζουν σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκης αυτοκρατορίας, ενώ οι ολυμπιακοί αγώνες και τα ελευσίνεια μυστήρια τελούνταν κανονικά, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν, αφήνοντας την πρωταγωνιστική θέση τους στα μυστήρια της Ρέας-Κυβέλης [που τελούνταν στον δήμο της Φλύας, το σημερνό Χαλάνδρι] και τις ορφικές τελετές.
Είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Αδριανός έζησε πολλά χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, ως απλός μαθητής της φιλοσοφίας, ενώ φρόντισε να λαμπρύνει την πόλη με μνημειώδεις κατασκευές, όπως η αποπεράτωση του ναού του Ολύμπιου Δία και η πύλη του Αδριανού, που σήμερα εν αγνοία μας τα νομίζουμε ως μνημεία του αιώνα του Περικλέους!
Ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος που επηρέασε βαθιά τη ρωμαϊκή φιλοσοφία ήταν Έλληνας, ενώ οι πιο γνωστοί ρωμαίοι θεατρικοί συγγραφείς, ο Πλαύτος και ο Τερέντιος διασκέδαζαν με τις κωμωδίες τους το κοινό των Λατίνων, οι οποίες όμως ανήκαν στο είδος: "Fabula Palliata", τη διασκευή δηλαδή έργων των Αθηναίων κωμωδιογράφων της Νέας Κωμωδίας Μένανδρου και Φιλήμονα.
Κι όχι μόνον αυτά.
Δεν υπήρχε ευκατάστατη ρωμαϊκή οικογένεια που να μην διαθέτει έναν Έλληνα δάσκαλο για τα παιδιά της και δεν υπήρχε πλατεία ή αγορά [φόρουμ] στη Ρώμη, που να μην κοσμούνταν από ελληνικά γλυπτά [συνήθως κλεμμένα]
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο Α΄, φρόντισε να μεταφέρει στη Νέα Ρώμη του τον περίφημο τρίποδα των Πλαταιών από τους Δελφούς και άλλους ελληνικούς θησαυρούς, για να της προσδώσει την αισθητική αίγλη, που ήταν απαραίτητη για μια πρωτεύουσα του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Ωστόσο η πιο τρανταχτή έν-δειξη του ότι πως οι ίδιοι οι Λατίνοι αντιλαμβανόντουσαν την στενή πολιτισμική τους συγγένεια με τον ελληνισμό, ήταν το γεγονός ότι είχαν υιοθετήσει τη διαχωριστική γραμμή πολιτισμού-βαρβαρότητας, την οποία είχαν θέσει αρχικά οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι την επέκτειναν, ώστε να την καταστήσουν διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ελληνορωμαϊκού κόσμου και της βαρβαρότητας.
Ο Μάρκος Αυρήλιος στις εκστρατείες του κατά των Σαρματών μιλάει με πατρική στοργή, για τους βαρβαρους Σαρμάτες, στους οποίους αναγνώριζε πάντως την αθωότητα της άγνοιας.
Εν ολίγοις, έχουμε κάθε δικαίωμα να μιλάμε για την πολιτισμική ενότητα Ελλήνων και Ρωμαίων, στο σύμπλοκο του ελληνορωμαϊκού κόσμου της αρχαιότητας, που άμεσος κληρονόμος και συνεχιστής του ήταν φυσικά το πρώιμο Βυζάντιο.
Ο Κωνσταντίνος ο Α΄, παρά το ότι ο ίδιος ήταν λατινόφωνος [φυλετικά ωστόσο ήταν κατά το ήμισυ Έλλην] θεμελίωσε την πρωτεύουσα ενός κόσμου που ήδη είχε τη συνείδηση μιας ελληνορωμαϊκής συλλογικής ταυτότητας.
Από εκεί, μέχρι τον σχεδόν ολοκληρωτικό εξελληνισμό του Βυζαντίου, ο οποίος άρχισε να γίνεται εμφανέστατος, μετά την κατάκτηση της Πόλης από τους σταυροφόρους, στο έμπα του 13ου μ.Χ. αιώνα, ο δρόμος ήταν μακρύς αλλά ίσως και να ήταν ήδη προδιαγεγραμμένος.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην πόλη της παλιάς αποικίας του Βύζαντα, είχε ως άμεσο επακόλουθο, την ώσμωση μεταξύ του ελληνόφωνου πληθυσμού της λεγόμενης "ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας" με τους λατινόφωνους αξιωματούχους και στρατιωτικούς, που ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο και ανέλαβαν τη διοίκηση και τον στρατό της αυτοκρατορίας.
Και εδώ παρατηρούνται οι πρώτες μεγάλες μεταβολές, στην εξελικτική πορεία του Βυζαντίου, από μια ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία, σε μια κατά βάσιν ελληνική.
Ένα πρώτο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των σταδιακών μεταβολών, είναι η εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας.
Δύο αιώνες μετά τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ο τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός, γνωστότερος απλά ως Ιουστινιανός, αντιμετώπισε την επιτακτική ανάγκη του εκσυγχρονισμού και της κωδικοποίησης της υπάρχουσας ρωμαϊκης νομοθεσίας, η οποία ήδη φαινονταν ανίκανη να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες ζωής, που είχαν διαμορφωθεί στη χριστιανική ελληνορωμαϊκή κοινωνία του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Ο Ιουστινιανός έχοντας κατορθώσει να εδραιώσει [για τελευταία φορά] την ενότητα της αχανούς ρωμαϊκης αυτοκρατορίας, σε ανατολή και σε δύση, ανέθεσε σε μια ομάδα [λατινόφωνων] νομομαθών να συντάξουν έναν νέο κώδικα, που θα περιλάμβανε το σύνολο της ισχύουσας νομοθεσίας.
Ο Πανδέκτης, όπως ονομάστηκε λοιπόν αυτός ο κώδικας του Ρωμαϊκού δικαίου, ήταν γραμμένος στα λατινικά. Ωστόσο, εκτός από τον Πανδέκτη, εισήχθησαν στο όλο σύμπλοκο αυτού του κώδικα και οι νεότερες δικαστικές αποφάσεις, που εξήγαγαν τα δικαστήρια της εποχής του Ιουστινιανού, με την ονομασία Νεαρές.
Οι Νεαρές όμως ήσαν γραμμένες στα ελληνικά, απο-δείχνοντας έτσι τη μεταλλαγή της βυζαντινής κοινωνίας, που ήδη είχε αρχίσει να εξελληνίζεται.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι ο Ιουστινιανός ήταν ο τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας.
Όλοι οι άλλοι μετά από αυτόν, θα ήσαν ελληνόφωνοι.
Δύο αιώνες τώρα μετά τον Ιουστινιανό, στα μέσα περίπου του 8ου αιώνα και επί της βασιλείας του Λέοντος Γ΄ του Ίσαυρου, χρειάσθηκε και νέα αλλαγή στη βυζαντινή νομοθεσία, ακριβώς επειδή στο πέρασμα δύο αιώνων είχαν συμβεί σημαντικότατες αλλαγές στη βυζαντινή κοινωνία.
Η περίφημη "Εκλογή" λοιπόν, δηλαδή η νομοθεσία των Ισαύρων ήταν όλη γραμμένη στα ελληνικά!
Δεν χρειάζεται βεβαίως να σας πω ότι μετά τους Ίσαυρους, όλες οι κατά καιρούς νομοθεσίες του Βυζαντίου. ήσαν γραμμένες στα ελληνικά, ενώ η λατινική γλώσσα, που ήταν η κοινώς ομιλουμένη επί Κωνσταντίνου του Α΄, μετατράπηκε σταδιακά σε μία ξένη γλώσσα, για την οποία χρειαζόντουσαν διερμηνείς στα ανάκτορα, όπως και για όλες τις άλλες ξενικές γλώσσες.
Μιας και η νομοθεσία μιας χώρας παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική της εξέλιξη, κανονικά δεν θα χρειάζονταν άλλα αποδεικτικά στοιχεία για τον σταδιακό αλλά πλήρη εξελληνισμό του Βυζαντίου, στην πορεία της ιστορίας του.
Από το αμιγώς ρωμαϊκό δίκαιο της εποχής του Κωνσταντίνου του Α΄ [4ος αιώνας] φτάνουμε στο κατά το ήμισυ ελληνικό δίκαιο των Νεαρών του Ιουστινιανού [6ος αιώνας] και από εκεί καταλήγουμε στο αμιγώς ελληνικό δίκαιο της Εκλογής των Ισαύρων [8ος αιώνας]
Ανά δύο δηλαδή αιώνες παρατηρούμε μια σαφή εξελικτική μεταβολή στη νομοθεσία του Βυζαντίου [και όχι μόνο στη γλώσσα της] που απηχεί και τις μεταβολές οι οποίες συνέβησαν στην βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ωστόσο εμείς οι Έλληνες είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε ασυζητητί το ότι η Ιταλία, που δημιουργήθηκε ως έθνος/κράτος μόλις τον 19ο αιώνα] είναι η συνέχεια και η εξέλιξη της Ρώμης [πρόκειται για ανάλογο φαινόμενο] αλλά είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στο να δεχτούμε κάτι αντίστοιχο για τον νεώτερο Ελληνισμό και το Βυζάντιο.
Βλέπετε εμείς οι Έλληνες, εξόν από το ότι έχουμε συνηθίσει να βάνουμε τα χεράκια μας και να βγάνουμε τα ματάκια μας, είμαστε και ο πιο χουβαρντάς λαός της ιστορίας! Και χαρίζουμε γενναιόδωρα κομμάτια του πολιτισμού μας, όπως το χιλιόχρονο Βυζάντιο ας πούμε, σε κάτι ανεκδιήγητους τσομπαναραίους, που μιας και δεν διαθέτουν δικιά τους ιστορία, σφετερίζονται τη δικια μας [και οι νοούντες ας νοήσουν]
Δεν θα σταματήσω λοιπόν στην εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας, που δείχνει, υπο-δείχνει και απο-δείχνει τον εξελληνισμό του Βυζαντίου αλλά θα σας μιλήσω και για άλλες εξελικτικές διαδικασίες [προτσές θα τις ονόμαζε ο κ. Φίλης] που διεξήχθησαν στη σκιά της επίσημης ιστορίας και συνέβαλαν στο να αναδυθεί κάποια στιγμή, ένα γνήσια ελληνικό Βυζάντιο.
Αν εστιάσουμε το βλέμμα μας στη διοίκηση και στη στρατιωτική δομή του Βυζαντίου, θα δούμε ότι πράγματι στους πρώτους αιώνες της ιστορίας του, αφθονούσαν οι λατινογενείς όροι.
Ο πρωθυπουργός ας πούμε που διόριζε ο αυτοκράτορας, αποκαλούνταν μάγιστρος, ενώ οι κυριότεροι διοικητικοί υπάλληλοι της κυβερνήσεως ονομαζόντουσαν σεκρετάριοι. Στον στρατό επίσης είχαμε ονόματα βαθμών, αντιστοιχα με τα ρωμαϊκά, όπως λόγου χάριν τον τριμπούνο, δηλαδη τον χιλίαρχο ή τον κεντυρίωνα, δηλαδή τον εκατόνταρχο.
Προφανώς όλοι αυτοί οι όροι ήσαν απευθείας παρμένοι από τη ρωμαϊκή συνιστώσα του βυζαντινού πολιτισμού. Ωστόσο, αν φύγουμε από τα στενά όρια της διοίκησης και του στρατού που όπως είναι φυσικό, εξελίσσονται με πολύ αργότερους ρυθμους από ότι οι λαϊκές τάξεις, θα δούμε μια σταδιακή υποχώρηση των λατινικών ή λατινογενών όρων και την αντικατάσταση τους από ελληνικούς.
Παραδείγματος χάριν, στην εξέλιξη του βυζαντινού στρατού, υπήρξε η περίφημη τομή της "κληρουχίας" την οποία επέβαλλε το πρώτον ο Ηράκλειος, την επέκτειναν οι Ίσαυροι και διατηρήθηκε σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της Μακεδονικής δυναστείας, δίνοντας στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να συντηρεί έναν εξαιρετικά αξιόμαχο στρατό, στήριγμα και άξονα της περιόδου της μέγιστης ακμής της.
Το σύστημα της κληρουχίας όριζε ότι αν ένας άντρας δέχονταν να υπηρετήσει εφ' όρου ζωής στον βυζαντινό στρατό και δη σε απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, θα έπαιρνε δικη του γη.
Τα αγροκτήματα που δίνονταν ως ισόβια αμοιβή σε αυτούς τους μικρούς ιδιοκτήτες-στρατιώτες, ονομάζονταν "κλήροι" διότι παραχωρούνταν στους δικαιούχους κατόπιν κληρώσεως και οι ιδιοκτήτες στρατιώτες αποκαλούνταν "κληρωτοί" [όπως ονομάζουμε ακόμα σήμερα τους έφεδρους φαντάρους]
Οι άντρες μάλιστα που επέλεγαν να πάρουν κλήρο στα σύνορα της αυτοκρατοράς ονομάζονταν "ακρίτες" [από τις ακριτικές περιοχές που φύλασσαν] και εξαιτίας της γενναιότητας τους, υμνήθηκαν στα δημοτικά "ακριτικά" τραγούδια.
Οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι λοιπόν αντικαταστάθηκαν από τους κληρωτούς, στην εξελικτική διαδικασία του εξελληνισμού του Βυζαντίου.
Εδώ δηλαδή δεν έχουμε μοναχά ελληνικές λέξεις, που έχουν αντικαταστήσει πλήρως τις λατινικές αλλά και ελληνική δημοτική ποίηση, που [δικαίως] σήμερα τη θεωρούμε μέρος της ελληνικής μας κληρονομιάς!
Και να σας πω και το άλλο...
Ως γνωστόν εντός της Ρώμης δεν μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν λεγεώνες, για να μην αποκτήσει τον έλεγχο της πόλης κάποιος ισχυρός στρατηγός.
Εντός της Ρώμης [ή έστω πολύ κοντά της] στρατοπέδευε μόνον η φρουρά του αυτοκράτορα, οι περίφημοι "πραιτωριανοί"
Όταν λοιπον ο Κωνσταντίνος ο Α' θεμελίωσε την Κωνσταντινούπολη, διέθετε και μία φρουρα πραιτωριανών εντός της πόλεως, ενώ οι λεγεώνες του στρατοπέδευαν στις επαρχίες.
Στην εποχή των Ισαύρων όμως παρατηρούμε μία ακόμα ανατροπή. Το λατινικό σώμα των πραιτωριανών δεν υφίσταται πλέον. Η αυτοκρατορική φρουρά αποτελείται από τους λεγόμενους "σχολάριους", οι οποίοι ήσαν επίλεκτοι πολεμιστές, κάτι σαν τις σημερινές ειδικές δυνάμεις του ελληνικού στρατού.
Η "σχολή" τους και το στρατόπεδο τους βρίσκονταν σιμά στο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων, πράγμα που διατήρησαν αργότερα και οι Οθωμανοί, εγκαθιστώντας τη σχολή των γενίτσαρων κοντά στο Τοπ Καπί.
Προκειμένου μάλιστα να ξεχωρίζουν από τους απλους στρατιώτες οι επίλεκτοι σχολάριοι, φορούσαν ενώτια, τα οποία εξαιτίας τους έλαβαν την ονομασία "σχολαρίκια", εκ της οποίας προέρχονται τα σημερνά σκουλαρίκια.
Τι άλλο θέλετε ρε παιδιά, για να ανιχνεύσετε τη συνέχεια του ελληνισμού, στη συνέχεια της γλώσσας μας;
Με τη διαφορά ότι αυτή τη συνέχεια, θα πρέπει να την αναζητήσετε στην πραγματικότητα της ιστορίας, στη χύμα ζωή των λαϊκών τάξεων, όπου συχνότατα οι εξελίξεις πραγματοποιούνται υπόγεια, κάτω από τη μύτη των πολύ πιο συντηρητικών κυρίαρχων τάξεων.
Να σας πάω τώρα και σε μια άλλη κοινωνική διαδικασία, που ενδεχομένως να έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία, ως εν-δεικτική της ιστορικής εξέλιξης μιας κοινωνίας, από ότι η νομοθεσία, η διοίκηση ή ο στρατός.
Στην τέχνη και μαλιστα στη λαϊκή τέχνη, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου εξελίσσονταν υπόγεια, κάτω από την ύπουλη μύτη του παπαδαριού και των κρατικών αξιωματούχων.
Είναι γνωστό ότι στην ορθόδοξη εκκλησία δεν επιτρέπεται η χρήση μουσικών οργάνων, ενω υπαρχουν πολλοί αυστηροί κανόνες που αφορούν το τι πρέπει να ψάλλεται και το πως πρέπει να ψάλλεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάτω από το βλέμμα των πατριαρχών δεν υπήρχαν μουσικά όργανα ή ότι ο λαός δεν τραγουδούσε και δεν χόρευε, με τους δικούς του κανόνες.
Μία λοιπόν από τις πιο ενδιαφέρουσες πηγές πληροφοριών μας, για την βυζαντινή κοινωνία, είναι η μεγάλη τέχνη του δημοτικού τραγουδιού, που σε όλο τον Ελληνισμό, δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται, από τα χρόνια των αρχαίων αοιδών, μέχρι σήμερα.
Ειδικά το λεγόμενο αφηγηματικό δημοτικό τραγούδι, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί συνέχεια των αοιδών και του ίδιου του Ομήρου.
Ο σπουδαίος λαογράφος μας Νίκος Πολίτης, ήταν ο πρώτος που εξέφρασε την άποψη ότι οι λεγόμενες "παραλογές", όπως παραδείγματος χάριν το τραγούδι του νεκρού αδερφού ή το γιοφύρι της Αρτας, έχουν αρχαιοελληνικές ρίζες και κατάγονται από τις λεγόμενες "παρακαταλογές" [και όχι φυσικά από την αδόκιμη συσχέτιση τους με κάτι τι το παράλογο]
Ξεπατικώνω εδώ από το αναγνωστικό της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου...
"...Σύμφωνα με τη γνώμη του Στ. Κυριακίδη η λέξη «παραλογή» έχει προέλθει από την αρχαία ελληνική «παρακατολογή» (με απλολογία κατά το γνωστό σχήμα: αμφιφορεύς - αμφορεύς), που ήταν όρος θεατρικός και σήμαινε ένα είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Ο ίδιος μελετητής ασχολήθηκε με το ευρύτερο πρόβλημα της καταγωγής των ελληνικών παραλογών. Στη μελέτη του «Αι ιστορικαί αρχαί της δημώδους νεοελληνικής ποιήσεως» (1934) υποστήριξε την πολύ βάσιμη άποψη ότι η προέλευση και η καταγωγή των παραλογών είναι αρχαιοελληνική.
Συγκεκριμένα ο Κυριακίδης ανάγει την προέλευση των παραλογών στον τραγικό παντόμιμο, που προήλθε από τη διάσπαση της ελληνικής τραγωδίας και που η ύπαρξή του μαρτυρείται στην Ελλάδα από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Στον παντόμιμο συμμετέχει ένα ή περισσότερα πρόσωπα, που λέγουν μ' έναν ορισμένο μουσικό τρόπο το κείμενο, ενώ παράλληλα ένας χορευτής αναπαριστάνει με κινήσεις μόνο τα λεγόμενα. Ο παντόμιμος, που από την ελληνιστική εποχή πέρασε στη Ρώμη και από κει στο Βυζάντιο, εξελίχθηκε βαθμιαία σε ιδιαίτερο θεατρικό είδος και ανέπτυξε ανεξάρτητες δικές του υποθέσεις, που είχαν αφηγηματικό - μυθικό χαρακτήρα με μιαν αφθονία δραματικών στοιχείων. Από αυτούς τους ανεξαρτητοποιημένους παντόμιμους, που είχαν πάρει χαρακτήρα ορχηστρικών ασμάτων, πιστεύει ο Κυριακίδης ότι προήλθαν οι παραλογές..."
Ωστόσο μιας και πιάσαμε τον Νίκο Πολίτη, να σας δώσω εδώ και μία άλλη εξαιρετικα κρίσιμη πληροφορία, που αφορά την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της λέξης Έλληνας.
Είναι γνωστό φαντάζομαι ότι η λέξη Έλληνας, στα χρόνια που ακολούθησαν τους διωγμούς των εθνικών επί Θεοδοσίου του Α΄, είχε αποκτήσει υποτιμητικό χαρακτήρα, τουλάχιστον στους φανατικούς ορθόδοξους χριστιανούς και σε ένα τμημα της κυρίαρχης κάστας.
"Ελληνας" σήμαινε τον ειδωλολάτρη και ενίοτε τον μιαρό, τον έκφυλο.
Ωστόσο αυτή η υποτιμητική έννοια της λέξης είναι πολύ πιθανόν να αφορούσε κυρίως την παπαδίστικη και τη μοναστική προπαγάνδα και όχι τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον Ελληνισμό οι λαϊκές τάξεις.
Ο Νίκος Πολίτης λοιπόν αναφέρει ότι σε πολλά μέρη της Ελλάδας η λέξη Έλληνας στα αυτιά του λαού, δεν σήμαινε διόλου αυτό που θα ήθελαν να σημαίνει οι παπάδες, οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι καλογέροι.
Σήμαινε αντιθέτως τον αντρειωμένο, τον σπουδαίο άντρα και πολεμιστή!
Κι αυτή η παράδοση ανάγεται στα χρόνια του Βυζαντίου.
Είναι γνωστό φαντάζομαι ότι η λέξη Έλληνας, στα χρόνια που ακολούθησαν τους διωγμούς των εθνικών επί Θεοδοσίου του Α΄, είχε αποκτήσει υποτιμητικό χαρακτήρα, τουλάχιστον στους φανατικούς ορθόδοξους χριστιανούς και σε ένα τμημα της κυρίαρχης κάστας.
"Ελληνας" σήμαινε τον ειδωλολάτρη και ενίοτε τον μιαρό, τον έκφυλο.
Ωστόσο αυτή η υποτιμητική έννοια της λέξης είναι πολύ πιθανόν να αφορούσε κυρίως την παπαδίστικη και τη μοναστική προπαγάνδα και όχι τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον Ελληνισμό οι λαϊκές τάξεις.
Ο Νίκος Πολίτης λοιπόν αναφέρει ότι σε πολλά μέρη της Ελλάδας η λέξη Έλληνας στα αυτιά του λαού, δεν σήμαινε διόλου αυτό που θα ήθελαν να σημαίνει οι παπάδες, οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι καλογέροι.
Σήμαινε αντιθέτως τον αντρειωμένο, τον σπουδαίο άντρα και πολεμιστή!
Κι αυτή η παράδοση ανάγεται στα χρόνια του Βυζαντίου.
Σας δίδω εδώ από κάτου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του λαογράφου μας "Μελέτες περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικου λαού", που δεν είναι διόλου το μοναδικό. Αντθέτως αφθονούν οι λαϊκες αφηγήσεις που μιλάνε για τους Έλληνες ως τους "αντρειωμένους" κάποιου ένδοξου παρελθόντος!
"Οι παλιοί αντρειωμένοι Έλληνες [από Στύλια, Ροξάδο]
Οι Γέλληνις νια φουρά ήταν άντρες θηρία, όχι σαν τ' ημάς σήμερι τσ' κακαντράκιδις. Σήκουναν β'νά ακέρια. Δεν τ'ράτε τα παλιά τα κάστρα μι τι πέτρις είν' χτισμένα; Ικειαίς τς πέτρις τς σήκουναν μι τα χέρια τς και τς απίθουναν..."
Νίκος Πολίτης: Μελέτες περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού [σελ. 53]
Βλέπουμε λοιπόν ότι, εκτός από τις αντιλήψεις και τις ιδεοληψίες μιας κυρίαρχης κάστας κρατικών αξιωματούχων. ιερέων και καλογήρων, που δέσποζε στον καιρό του Βυζαντίου, ο Ελληνισμός συνέχιζε να επιβιώνει κάτω από τη μύτη τους και μάλιστα συχνά να εμπνέει τα όνειρα των Ελλήνων, για μια ολική επαναφορά στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας.
Όπου και αν κοιτάξει κανείς, στην ενδοχώρα των λαϊκών τάξεων, θα διαπιστώσει αυτή την κρυφή πνευματική κυριαρχία του Ελληνισμού, που θα αναφαίνονταν μάλιστα χαρακτηριστικά, στην εποχή των Παλαιολόγων, λίγο πριν δυστυχώς καταρρεύσει το Βυζάντιο.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω εδώ λίγα ακομα τυπικά αλλά και χαριτωμένα παραδειγματα του εξελληνισμού του Βυζαντίου, που σχετίζονται άμεσα και με τη δική μας εποχή.
Εξόν λοιπόν από τον στρατό, τη διοίκηση, τη νομοθεσία ή την τέχνη μιας κοινωνίας, ιδιαίτερη σημασία έχουν για την κατανόηση της, οι διατροφικές της συνήθειες.
Λοιπόν, το περίφημο τυρί "φέτα" λογίζεται ως αμιγώς ελληνικό προϊόν και πράγματι είναι. Προέρχεται από το Βυζάντιο, όταν οι βυζαντίνοι ήρθαν σε επαφή με τους Άραβες και έμαθαν πως να παρασκευάζουν φρέσκο τυρί, από ένζυμα στομάχου προβάτου [γι' αυτό και η γνήσια φέτα παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα]
Οι Λατίνοι [όπως και σήμερα οι απόγονοι τους] γνώριζαν κυρίως τα κίτρινα τυριά, που χρειάζονται ένα μακρύ διάστημα ωρίμανσης.
Αντιθέτως, η φέτα είναι ένα λευκό τυρί, που δεν χρειάζεται ωρίμανση αλλά παράγεται όπως είπαμε από διαδικασία ζύμωσης. Προκειμένου λοιπόν να το διατηρήσουν κάμποσο καιρό, οι βυζαντίνοι τυροκόμοι το τοποθετούσαν σε βαρέλια με άλμη [όπως και σημερα]
Από τη βυζαντινή ονομασία λοιπόν "πρόσφατος τύρος" [φρέσκο τυρί] προήλθε η ονομασία της φέτας, που θεωρούμε αμιγώς ελληνικό προϊόν και σήμερα.
Το κακό είναι ότι προστατεύουμε την ελληνικότητα της φέτας αλλά δεν προστατεύουμε την ελληνικότητα του Βυζαντίου!
Και ένα σωρό άλλες λέξεις της σημερινής μας γλώσσας, έχουν προκύψει από αυτή τη διαδικασία εξελληνισμού του Βυζαντίου.
Το ψωμί και το ψάρι λόγου χάριν προέρχονται από το αρχαίο "όψον", που ήταν σαν να λέμε το μεσημβρινό πρόχειρο γεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Επειδή στο Βυζάντιο το πιο συνηθισμένο όψον ήταν ο άρτος και οι παστοί ιχθύες, έμεινε ο άρτος να αποκαλείται "ψωμί" και ο ιχθυς "οψάριον".
Αυτή είναι η κληρονομιά μας, που μας ακολουθεί ακόμα και όταν την αγνοούμε ή την διώχνουμε...
Δεν χρειάζεται ρώτημα λοιπόν το πόσο βαθιά είχε προχωρήσει ήδη ο εξελληνισμός του Βυζαντίου, ιδιαίτερα μετά την εποχή του Ιουστινιανού, όπου πλέον οι απλές λαΊκές τάξεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν γνώριζαν γρυ από λατινικά.
Θα σας πω μοναχά ότι και οι ανώτερες τάξεις, συν των χρόνω, όχι μόνο δεν διατήρησαν τον λατινικό τρόπο ζωής ή τα λατινικά εθη αλλά αντιθέτως, έτειναν ολοένα και περισσότερο προς τον εξελληνισμό τους.
Αν μάλιστα είχαν σωθεί έργα εικονομάχων, ίσως να βλέπαμε ένα είδος επιστροφής προς την κλασσική αρχαιότητα, τόσο στα γραμματα όσο και στις τέχνες, ανάλογο με αυτό που παρουσιάστηκε στον λατινικό κόσμο, στον καιρό της Αναγέννησης.
Χαρακτηριστικά θα σας πω εδώ ότι η περίφημη Μυριόβιβλος του Φώτιου [του πατριάρχη του σχίσματος] που γράφτηκε τον 9ο μ.Χ. αιώνα, είναι μια συλλογή κριτικών ερμηνειών 280 βιβλίων, που είχε μελετήσει ο ίδιος ο Φώτιος, με μια εκλεκτή παρέα διανοουμένων φίλων του.
Ε λοιπόν και τα 280 αυτά βιβλία είναι όλα ελληνικά και δη αρχαιοελληνικά ή ελληνιστικά!
Πως μπορούμε μετά να μιλάμε για "αναθέματα" κατά του ελληνισμού και γενικό αποκλεισμό από τη βυζαντινή κοινωνία, σε οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα;
Το μίσος [ή πιο σωστά η επιφυλακτικότητα] προς τον ελληνισμό μπορεί όντως να χαρακτήριζε ορισμένες κάστες του Βυζαντίου, όπως λόγου χάριν οι φανατικοί εικονόφιλοι ή οι μοναχοί, [που όμως αυτοί κυρίως συνέγραψαν τη χρονογραφία του Βυζαντίου] όχι όμως και όλη τη βυζαντινή κοινωνία, ή οποία εξελληνίζονταν σταδιακά κάτω από τη μύτη τους.
Κι ερχόμαστε πλέον στην εποχή των Παλαιολόγων, όπου συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα, που δείχνουν τον ραγδαίο εξελληνισμό του Βυζαντίου.
Ο βίος και η πολιτεία του [επίτηδες] λησμονημένου Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος [ο ίδιος εξελλήνισε το όνομα του σε Πλήθων] είναι αρκούντως ενδεικτική. Σημειώνω εδώ το αγαπημενο μότο του σπουδαιότατου αυτού πλατωνικού φιλοσόφου, πριν σας δώκω τα βασικά στοιχεία για τη ζωή του...
«εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»
Και ξεπατικώνω εδώ από τη βικιπαίδεια
"...Ο Γεώργιος Γεμιστός γεννήθηκε το 1355 στην Κωνσταντινούπολη[1][2]. Εκεί μυήθηκε στην πλατωνική και νεοπλατωνική σκέψη, ενώ στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα του Οθωμανού ηγεμόνα Μουράτ Α΄, ήρθε σε επαφή με το πνεύμα της ανεξιθρησκείας. Eκεί μαθήτευσε κοντά στον Ελισσαίο, έναν αγνώστων στοιχείων Εβραίο που φαίνεται πως ήταν οπαδός του Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού. Κοντά του ο Γεμιστός πρέπει να είχε ήδη διαμορφώσει σοβαρές επιφυλάξεις για το πνευματικό και πολιτικό επίπεδο του Βυζαντίου, καθώς και για τη χριστιανική θρησκεία[3].
Ο Πλήθων βρέθηκε στον Μυστρά μετά το1393, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), και εγκαταστάθηκε με την φιλοξενία του φίλου του, αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Εκεί, όπου δεν είχε να αντιμετωπίσει την απειλή της αυστηρής εκκλησιαστικής εξουσίας, ολοκλήρωσε τις αντιλήψεις του, έγραψε τα περισσότερα έργα του, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, δίδαξε και προσπάθησε να υλοποιήσει τις κοινωνικές του απόψεις. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Γεώργιος Ερμητιανός, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και ο τελευταίος ιστοριογράφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου, Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος, Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να είναι γνωστό το ακριβές του περιεχόμενο.
Πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, για την ένωση των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης. Εκεί συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο. Μέλος της αποστολής ήταν επίσης και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστήςλόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων. Κατά τη σύντομη παραμονή του στην Ιταλία, έφερε σε επαφή τους πνευματικούς ανθρώπους της Δύσης με την κλασική φιλοσοφία και ειδικότερα με τον Πλάτωνα[4]. Η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στον Μυστρά το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Προς τιμήν του, ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων"..."
Βικιπαιδεια
Η ζωη του Πλήθωνος είναι λοιπόν ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα του ότι ο Ελληνισμός είχε επιβιώσει υπόγεια και κάτω από τη μύτη των φονταμενταλιστών του "οικουμενικού" χριστιανισμού και των παρασιτικών καλογήρων, που αποτέλεσαν και μία από τις πληγές της βυζαντινης αυτοκρατορίας.
Αν δεν είχε καταρρεύσει το βυζάντιο κάτω από τα χτυπήματα των Οθωμανών, το θεωρώ πολύ πιθανόν στη συνέχεια της δυναστείας των Παλαιολόγων, αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση και Ουμανισμό, να είχε πραγματοποιηθεί στο έδαφος της Ελλάδας.
Και τότε ίσως να ήταν πολύ πιο ξεκάθαρο πως το Βυζάντιο είναι τμήμα της ελληνικής ιστορίας...
Είναι πολύ άδικο εν τέλει αδέρφια μου, να χαρίζουμε κοτζάμ Βυζάντιο στους Λατίνους, στους Ασιάτες, στους αλλαχουακμπαρίστες του χριστιανισμού ή στους Εβραίους.
Το Βυζάντιο έζησε παραπάνω από χίλια χρόνια κι όπως έλεγε και ο Πλήθων, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της συνέχειας του Ελληνισμού: "Έλληνες εσμέν"
Κι ας μας κόβουν ολόκληρα κομμάτια οι εθνομηδενιστές και οι προδότες...
Απ' την άλλη, φρονώ ότι δεν έχει ολοκληρωθεί πειστικά ένα κείμενο που επιχειρεί να επι-δείξει και να κατα-δείξει τον εξελληνισμό του Βυζαντίου, αν δεν γίνει και μια ψιλααναλυσούλα, της σχέσης Χριστιανισμού και Ελληνισμού και του πως ο δεύτερος μπορεί να εισχωρήσει στα κύτταρα το πρώτου και να τον μετατρέψει από ιουδαιοχριστιανισμό σε ελληνοχριστιανισμό.
Αλλά αυτό στο τρίτο μέρος της σειράς: "ο εξελληνισμός του Βυζαντίου" κι αν ο Θεός με έχει καλά για να μπορώ να συνεχίσω...
[Συνεχίζεται, λοιπόν...]
Βλέπουμε λοιπόν ότι, εκτός από τις αντιλήψεις και τις ιδεοληψίες μιας κυρίαρχης κάστας κρατικών αξιωματούχων. ιερέων και καλογήρων, που δέσποζε στον καιρό του Βυζαντίου, ο Ελληνισμός συνέχιζε να επιβιώνει κάτω από τη μύτη τους και μάλιστα συχνά να εμπνέει τα όνειρα των Ελλήνων, για μια ολική επαναφορά στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας.
Όπου και αν κοιτάξει κανείς, στην ενδοχώρα των λαϊκών τάξεων, θα διαπιστώσει αυτή την κρυφή πνευματική κυριαρχία του Ελληνισμού, που θα αναφαίνονταν μάλιστα χαρακτηριστικά, στην εποχή των Παλαιολόγων, λίγο πριν δυστυχώς καταρρεύσει το Βυζάντιο.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω εδώ λίγα ακομα τυπικά αλλά και χαριτωμένα παραδειγματα του εξελληνισμού του Βυζαντίου, που σχετίζονται άμεσα και με τη δική μας εποχή.
Εξόν λοιπόν από τον στρατό, τη διοίκηση, τη νομοθεσία ή την τέχνη μιας κοινωνίας, ιδιαίτερη σημασία έχουν για την κατανόηση της, οι διατροφικές της συνήθειες.
Λοιπόν, το περίφημο τυρί "φέτα" λογίζεται ως αμιγώς ελληνικό προϊόν και πράγματι είναι. Προέρχεται από το Βυζάντιο, όταν οι βυζαντίνοι ήρθαν σε επαφή με τους Άραβες και έμαθαν πως να παρασκευάζουν φρέσκο τυρί, από ένζυμα στομάχου προβάτου [γι' αυτό και η γνήσια φέτα παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα]
Οι Λατίνοι [όπως και σήμερα οι απόγονοι τους] γνώριζαν κυρίως τα κίτρινα τυριά, που χρειάζονται ένα μακρύ διάστημα ωρίμανσης.
Αντιθέτως, η φέτα είναι ένα λευκό τυρί, που δεν χρειάζεται ωρίμανση αλλά παράγεται όπως είπαμε από διαδικασία ζύμωσης. Προκειμένου λοιπόν να το διατηρήσουν κάμποσο καιρό, οι βυζαντίνοι τυροκόμοι το τοποθετούσαν σε βαρέλια με άλμη [όπως και σημερα]
Από τη βυζαντινή ονομασία λοιπόν "πρόσφατος τύρος" [φρέσκο τυρί] προήλθε η ονομασία της φέτας, που θεωρούμε αμιγώς ελληνικό προϊόν και σήμερα.
Το κακό είναι ότι προστατεύουμε την ελληνικότητα της φέτας αλλά δεν προστατεύουμε την ελληνικότητα του Βυζαντίου!
Και ένα σωρό άλλες λέξεις της σημερινής μας γλώσσας, έχουν προκύψει από αυτή τη διαδικασία εξελληνισμού του Βυζαντίου.
Το ψωμί και το ψάρι λόγου χάριν προέρχονται από το αρχαίο "όψον", που ήταν σαν να λέμε το μεσημβρινό πρόχειρο γεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Επειδή στο Βυζάντιο το πιο συνηθισμένο όψον ήταν ο άρτος και οι παστοί ιχθύες, έμεινε ο άρτος να αποκαλείται "ψωμί" και ο ιχθυς "οψάριον".
Αυτή είναι η κληρονομιά μας, που μας ακολουθεί ακόμα και όταν την αγνοούμε ή την διώχνουμε...
Δεν χρειάζεται ρώτημα λοιπόν το πόσο βαθιά είχε προχωρήσει ήδη ο εξελληνισμός του Βυζαντίου, ιδιαίτερα μετά την εποχή του Ιουστινιανού, όπου πλέον οι απλές λαΊκές τάξεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν γνώριζαν γρυ από λατινικά.
Θα σας πω μοναχά ότι και οι ανώτερες τάξεις, συν των χρόνω, όχι μόνο δεν διατήρησαν τον λατινικό τρόπο ζωής ή τα λατινικά εθη αλλά αντιθέτως, έτειναν ολοένα και περισσότερο προς τον εξελληνισμό τους.
Αν μάλιστα είχαν σωθεί έργα εικονομάχων, ίσως να βλέπαμε ένα είδος επιστροφής προς την κλασσική αρχαιότητα, τόσο στα γραμματα όσο και στις τέχνες, ανάλογο με αυτό που παρουσιάστηκε στον λατινικό κόσμο, στον καιρό της Αναγέννησης.
Χαρακτηριστικά θα σας πω εδώ ότι η περίφημη Μυριόβιβλος του Φώτιου [του πατριάρχη του σχίσματος] που γράφτηκε τον 9ο μ.Χ. αιώνα, είναι μια συλλογή κριτικών ερμηνειών 280 βιβλίων, που είχε μελετήσει ο ίδιος ο Φώτιος, με μια εκλεκτή παρέα διανοουμένων φίλων του.
Ε λοιπόν και τα 280 αυτά βιβλία είναι όλα ελληνικά και δη αρχαιοελληνικά ή ελληνιστικά!
Πως μπορούμε μετά να μιλάμε για "αναθέματα" κατά του ελληνισμού και γενικό αποκλεισμό από τη βυζαντινή κοινωνία, σε οτιδήποτε θύμιζε Ελλάδα;
Το μίσος [ή πιο σωστά η επιφυλακτικότητα] προς τον ελληνισμό μπορεί όντως να χαρακτήριζε ορισμένες κάστες του Βυζαντίου, όπως λόγου χάριν οι φανατικοί εικονόφιλοι ή οι μοναχοί, [που όμως αυτοί κυρίως συνέγραψαν τη χρονογραφία του Βυζαντίου] όχι όμως και όλη τη βυζαντινή κοινωνία, ή οποία εξελληνίζονταν σταδιακά κάτω από τη μύτη τους.
Κι ερχόμαστε πλέον στην εποχή των Παλαιολόγων, όπου συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα, που δείχνουν τον ραγδαίο εξελληνισμό του Βυζαντίου.
Ο βίος και η πολιτεία του [επίτηδες] λησμονημένου Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος [ο ίδιος εξελλήνισε το όνομα του σε Πλήθων] είναι αρκούντως ενδεικτική. Σημειώνω εδώ το αγαπημενο μότο του σπουδαιότατου αυτού πλατωνικού φιλοσόφου, πριν σας δώκω τα βασικά στοιχεία για τη ζωή του...
«εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»
Και ξεπατικώνω εδώ από τη βικιπαίδεια
"...Ο Γεώργιος Γεμιστός γεννήθηκε το 1355 στην Κωνσταντινούπολη[1][2]. Εκεί μυήθηκε στην πλατωνική και νεοπλατωνική σκέψη, ενώ στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα του Οθωμανού ηγεμόνα Μουράτ Α΄, ήρθε σε επαφή με το πνεύμα της ανεξιθρησκείας. Eκεί μαθήτευσε κοντά στον Ελισσαίο, έναν αγνώστων στοιχείων Εβραίο που φαίνεται πως ήταν οπαδός του Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού. Κοντά του ο Γεμιστός πρέπει να είχε ήδη διαμορφώσει σοβαρές επιφυλάξεις για το πνευματικό και πολιτικό επίπεδο του Βυζαντίου, καθώς και για τη χριστιανική θρησκεία[3].
Ο Πλήθων βρέθηκε στον Μυστρά μετά το1393, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), και εγκαταστάθηκε με την φιλοξενία του φίλου του, αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Εκεί, όπου δεν είχε να αντιμετωπίσει την απειλή της αυστηρής εκκλησιαστικής εξουσίας, ολοκλήρωσε τις αντιλήψεις του, έγραψε τα περισσότερα έργα του, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, δίδαξε και προσπάθησε να υλοποιήσει τις κοινωνικές του απόψεις. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Γεώργιος Ερμητιανός, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και ο τελευταίος ιστοριογράφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου, Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος, Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα. Είχε επίσης την ευθύνη κάποιου ανώτερου διοικητικού αξιώματος (magistratura) χωρίς όμως να είναι γνωστό το ακριβές του περιεχόμενο.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στον Μυστρά το 1452 και λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Προς τιμήν του, ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων"..."
Βικιπαιδεια
Ο τάφος του Πλήθωνα στο Ναό τωνΜαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι.
Η ζωη του Πλήθωνος είναι λοιπόν ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα του ότι ο Ελληνισμός είχε επιβιώσει υπόγεια και κάτω από τη μύτη των φονταμενταλιστών του "οικουμενικού" χριστιανισμού και των παρασιτικών καλογήρων, που αποτέλεσαν και μία από τις πληγές της βυζαντινης αυτοκρατορίας.
Αν δεν είχε καταρρεύσει το βυζάντιο κάτω από τα χτυπήματα των Οθωμανών, το θεωρώ πολύ πιθανόν στη συνέχεια της δυναστείας των Παλαιολόγων, αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση και Ουμανισμό, να είχε πραγματοποιηθεί στο έδαφος της Ελλάδας.
Και τότε ίσως να ήταν πολύ πιο ξεκάθαρο πως το Βυζάντιο είναι τμήμα της ελληνικής ιστορίας...
Είναι πολύ άδικο εν τέλει αδέρφια μου, να χαρίζουμε κοτζάμ Βυζάντιο στους Λατίνους, στους Ασιάτες, στους αλλαχουακμπαρίστες του χριστιανισμού ή στους Εβραίους.
Το Βυζάντιο έζησε παραπάνω από χίλια χρόνια κι όπως έλεγε και ο Πλήθων, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της συνέχειας του Ελληνισμού: "Έλληνες εσμέν"
Κι ας μας κόβουν ολόκληρα κομμάτια οι εθνομηδενιστές και οι προδότες...
Απ' την άλλη, φρονώ ότι δεν έχει ολοκληρωθεί πειστικά ένα κείμενο που επιχειρεί να επι-δείξει και να κατα-δείξει τον εξελληνισμό του Βυζαντίου, αν δεν γίνει και μια ψιλααναλυσούλα, της σχέσης Χριστιανισμού και Ελληνισμού και του πως ο δεύτερος μπορεί να εισχωρήσει στα κύτταρα το πρώτου και να τον μετατρέψει από ιουδαιοχριστιανισμό σε ελληνοχριστιανισμό.
Αλλά αυτό στο τρίτο μέρος της σειράς: "ο εξελληνισμός του Βυζαντίου" κι αν ο Θεός με έχει καλά για να μπορώ να συνεχίσω...
[Συνεχίζεται, λοιπόν...]
Το εξώφυλλο του ιστορικού μου μυθιστορηματος,
που αναφερεται σε μια ερωτικη περιπετεια στον καιρο της εικονομαχιας.
Κυκλοφορησε το 2005 απο τις εκδοσεις Ωκεανιδα και μεταφραστηκε και στα Ισπανικα
Δυστυχως ειναι εξαντλημενο...
Γράφοντας το και κυριως μελετωντας την εποχη, ουτε στιγμη δεν ειχα αμφιβολια,
οτι εγραφα για Ελληνιδες και για Ελληνες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.