Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ "ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ" 70 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
(από το trenomag)
11 Ιανουαρίου 1944. Τα “συμμαχικά” αεροπλάνα της βρετανικής αεροπορίας ξεκινούν το σφυροκόπημα του Πειραιά από τις 12 το μεσημέρι και για τρεις ολόκληρες ώρες. Η “πόλη υπό κατοχή” όπως επισήμως τη χαρακτήρισαν οι Άγγλοι, μετατρέπεται σε μια “πόλη πτωμάτων” – μια πόλη που ισοπεδώθηκε σε ελάχιστο χρόνο σκεπάζοντας κάτω από τα ερείπιά της τα κουφάρια αθώων πολιτών.Ο βομβαρδισμός του Πειραιά πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη καμπή του πολέμου, αφού είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα ο χρόνος για τους Γερμανούς. Οι Άγγλοι υποστήριξαν ότι είχαν πετάξει ανακοινώσεις για να προστατευθούν οι πολίτες, εκείνοι όμως που φάνηκαν ότι είχαν ενημερωθεί ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι κατέφυγαν σε ασφαλή μέρη, όπως στα καταφύγια της Εθνικής Τράπεζας και στις αποθήκες καπνού Παπαστράτου. Η κατοχική κυβέρνηση, υποταγμένη και ανήμπορη, απλώς προσπάθησε να αποκρύψει τις τραγικές συνέπειες του βομβαρδισμού. Ο ολοκληρωτικός βομβαρδισμός πάντως μιας πόλης με θύματα αθώους πολίτες χρησιμοποιήθηκε και μεταπολεμικά σαν πρακτική από διάφορους “προστάτες” και “συμμάχους”.
Η εικόνα μετά τον βομβαρδισμό είναι απερίγραπτη: στους δρόμους υπάρχουν εκατοντάδες διαμελισμένα πτώματα, πολλά από αυτά παιδιών. Οι δρόμοι είναι αποκλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκους που έχουν ανοίξει οι βόμβες. Σύμφωνα με την αναφορά του Θ’ Αστυνομικού τμήματος που ήταν τότε υπεύθυνο για την περιοχή της Δραπετσώνας βόμβες είχαν πέσει: στη διασταύρωση Κανελλοπούλου και Αναλήψεως, στις οδούς Αναλήψεως και Αρκαδίας, στην οδό Σφαγείων, στην οδό Αγίου Φανουρίου και στην Αγίου Παντελεήμονος, στην οδό Καλοκαιρινού, στην αποθήκη της Κοπής, στην οδό Μεθώνης. Με βάση την ίδια αναφορά ανεσύρθησαν εκ των ερειπίων 16 νεκροί και πολυάριθμοι τραυματίες.
Στο ταφολόγιο του Δημοτικού Νεκροταφείου της Ανάστασης αναφέρονται τα ονόματα 492 νεκρών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μεταφέρθηκαν στο Α’ και Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να υπολογιστεί κι ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ίδιου βομβαρδισμού, που τάφηκαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία δίνονταν η μερίδα του συσσιτίου ή τα 30 δράμια ψωμιού. Ο κόσμος άρχισε να παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα, που είχε χαρακτηριστεί “ανοχύρωτη πόλη”. Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της μέρας εκείνης, συγκαταλέγονται 200 μαθήτριες που πέθαναν από ασφυξία στη Γαλλική Σχολή, και 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Σύμφωνα πάντως με κάποιους υπολογισμούς, οι Γερμανοί που σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό δεν ξεπερνούσαν τους δέκα, ενώ οι νεκροί κάτοικοι του Πειραιά ήταν από 700 κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς έως 3.500 κατ’ άλλους.
Ο Κ. Κουσουλός, λυκειάρχης του Πειραιά, θυμάται: “Στις 11 Ιανουαρίου 1944 οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τον Πειραιά. Ό βομβαρδισμός ήταν σφοδρότατος, κυρίως εις το λιμάνι και στα κοντά σ’ αυτό κτίρια, όπου εστεγάζοντο γερμανικές υπηρεσίες. Οι βόμβες κατέστρεψαν πολλά κτίρια των ακτών του λιμανιού από τον Άη Διονύση έως τον Άη Νικόλα. Οι πιο μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν εις τα τετράγωνα από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΠΑΠ έως την οδό Κολοκοτρώνη, πίσω από το Θέατρο. Εκτός από τις υλικές καταστροφές, πολλοί αθώοι Πειραιώτες κάθε ηλικίας εφονεύθηκαν, ή ηύραν οικτρό θάνατο από ασφυξία, κάτω από τα σωριασμένα κτίρια και κυρίως στα υπόγεια τους. Άλλοι ήσαν ακόμη ζωντανοί και τραυματισμένοι κάτω από αυτά. Όσοι σώθηκαν, σε οικτρά κατάσταση, αφήνοντας την περιουσία τους και τα σπίτια τους στο έλεος του θεού, άρπαξαν λίγο ρουχισμό και έφυγαν από τον τόπο της συμφοράς για την Αθήνα ή αλλού”.
Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τις ανυπολόγιστες ζημιές που υπέστη ο Πειραιάς από τον βομβαρδισμό, έμειναν άθικτες οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος και μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των γερμανικών αρχών κατοχής.
Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
(από το trenomag)
11 Ιανουαρίου 1944. Τα “συμμαχικά” αεροπλάνα της βρετανικής αεροπορίας ξεκινούν το σφυροκόπημα του Πειραιά από τις 12 το μεσημέρι και για τρεις ολόκληρες ώρες. Η “πόλη υπό κατοχή” όπως επισήμως τη χαρακτήρισαν οι Άγγλοι, μετατρέπεται σε μια “πόλη πτωμάτων” – μια πόλη που ισοπεδώθηκε σε ελάχιστο χρόνο σκεπάζοντας κάτω από τα ερείπιά της τα κουφάρια αθώων πολιτών.Ο βομβαρδισμός του Πειραιά πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη καμπή του πολέμου, αφού είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα ο χρόνος για τους Γερμανούς. Οι Άγγλοι υποστήριξαν ότι είχαν πετάξει ανακοινώσεις για να προστατευθούν οι πολίτες, εκείνοι όμως που φάνηκαν ότι είχαν ενημερωθεί ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι κατέφυγαν σε ασφαλή μέρη, όπως στα καταφύγια της Εθνικής Τράπεζας και στις αποθήκες καπνού Παπαστράτου. Η κατοχική κυβέρνηση, υποταγμένη και ανήμπορη, απλώς προσπάθησε να αποκρύψει τις τραγικές συνέπειες του βομβαρδισμού. Ο ολοκληρωτικός βομβαρδισμός πάντως μιας πόλης με θύματα αθώους πολίτες χρησιμοποιήθηκε και μεταπολεμικά σαν πρακτική από διάφορους “προστάτες” και “συμμάχους”.
Η εικόνα μετά τον βομβαρδισμό είναι απερίγραπτη: στους δρόμους υπάρχουν εκατοντάδες διαμελισμένα πτώματα, πολλά από αυτά παιδιών. Οι δρόμοι είναι αποκλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκους που έχουν ανοίξει οι βόμβες. Σύμφωνα με την αναφορά του Θ’ Αστυνομικού τμήματος που ήταν τότε υπεύθυνο για την περιοχή της Δραπετσώνας βόμβες είχαν πέσει: στη διασταύρωση Κανελλοπούλου και Αναλήψεως, στις οδούς Αναλήψεως και Αρκαδίας, στην οδό Σφαγείων, στην οδό Αγίου Φανουρίου και στην Αγίου Παντελεήμονος, στην οδό Καλοκαιρινού, στην αποθήκη της Κοπής, στην οδό Μεθώνης. Με βάση την ίδια αναφορά ανεσύρθησαν εκ των ερειπίων 16 νεκροί και πολυάριθμοι τραυματίες.
Στο ταφολόγιο του Δημοτικού Νεκροταφείου της Ανάστασης αναφέρονται τα ονόματα 492 νεκρών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μεταφέρθηκαν στο Α’ και Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να υπολογιστεί κι ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ίδιου βομβαρδισμού, που τάφηκαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία δίνονταν η μερίδα του συσσιτίου ή τα 30 δράμια ψωμιού. Ο κόσμος άρχισε να παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα, που είχε χαρακτηριστεί “ανοχύρωτη πόλη”. Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της μέρας εκείνης, συγκαταλέγονται 200 μαθήτριες που πέθαναν από ασφυξία στη Γαλλική Σχολή, και 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Σύμφωνα πάντως με κάποιους υπολογισμούς, οι Γερμανοί που σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό δεν ξεπερνούσαν τους δέκα, ενώ οι νεκροί κάτοικοι του Πειραιά ήταν από 700 κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς έως 3.500 κατ’ άλλους.
Ο Κ. Κουσουλός, λυκειάρχης του Πειραιά, θυμάται: “Στις 11 Ιανουαρίου 1944 οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τον Πειραιά. Ό βομβαρδισμός ήταν σφοδρότατος, κυρίως εις το λιμάνι και στα κοντά σ’ αυτό κτίρια, όπου εστεγάζοντο γερμανικές υπηρεσίες. Οι βόμβες κατέστρεψαν πολλά κτίρια των ακτών του λιμανιού από τον Άη Διονύση έως τον Άη Νικόλα. Οι πιο μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν εις τα τετράγωνα από τον σιδηροδρομικό σταθμό των ΣΠΑΠ έως την οδό Κολοκοτρώνη, πίσω από το Θέατρο. Εκτός από τις υλικές καταστροφές, πολλοί αθώοι Πειραιώτες κάθε ηλικίας εφονεύθηκαν, ή ηύραν οικτρό θάνατο από ασφυξία, κάτω από τα σωριασμένα κτίρια και κυρίως στα υπόγεια τους. Άλλοι ήσαν ακόμη ζωντανοί και τραυματισμένοι κάτω από αυτά. Όσοι σώθηκαν, σε οικτρά κατάσταση, αφήνοντας την περιουσία τους και τα σπίτια τους στο έλεος του θεού, άρπαξαν λίγο ρουχισμό και έφυγαν από τον τόπο της συμφοράς για την Αθήνα ή αλλού”.
Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τις ανυπολόγιστες ζημιές που υπέστη ο Πειραιάς από τον βομβαρδισμό, έμειναν άθικτες οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος και μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των γερμανικών αρχών κατοχής.