Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.



Συνοπτικός βίος του εν αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
 Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου
Αυτός ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, υιός ων γονέων ευσεβών, πα­τρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και ερωτα είχεν ο Άγιος αυτός εις τους λόγους και τα μαθήματα, διό εις ολίγον καιρόν επέρασεν όλην την σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρητορικήν τέχνην και πάσαν επιστήμην. Όθεν διά την προκοπήν και αρετήν του από μεν τον άγιον Μελέτιον τον πατριάρχην Αντιοχείας έ­γινεν αναγνώστης, από δε τον Αντιοχείας Φλαβιανόν έγινε διάκονος και πρεσβύτερος. Πολλούς δε λόγους συνέταξεν ο χρυσούς αυτού κάλαμος, σχεδόν υπερβαίνοντας αριθμόν, περί τε μετανοίας και περί της των ηθών ευκοσμίας και καταστάσεως, και πάσαν σχεδόν ηρμήνευσε την Θεόπνευστον Γραφήν. Επειδή δε Νεκτάριος ο Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης εκοιμήθη εν Κυρίω, διά τούτο με την ψήφον των επισκόπων και με την προσταγήν του βασιλέως Αρκαδίου προσεκλήθη ο μακάριος αυτός Ιωάννης από την Αντιόχεια και έγινε κανονικώς πατριάρχης της βασιλίδος των πόλεων. Τόσον δε πολλά επέδωκεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του εις την άσκησι και εγκράτεια, ώστε έτρωγε μόνον τον χυλόν του κριθαριού και πάλιν από αυτόν δεν εχόρταινεν, αλλ' ολίγον τι μετελάμβανε. Καί ύπνον δε ολίγον εκοιμάτο, όχι επί κλίνης αναπαυόμενος, αλλ' ιστάμενος ορθός και από σχοινιών βασταζόμενος· όταν δε πολλά εκουράζετο, τότε ολίγον εκάθητο. Τότε δε και περισσότερον εσχόλαζε και κατεγίνετο ο θείος πατήρ εις τας ερμηνείας των θείων Γραφών και εις τας διαλέξεις και διδασκαλίας, διά μέσου των οποίων πολλούς εις θεογνωσία και μετά­νοια έφερε. Τόσην δε υπερβολική φιλανθρωπία είχεν εις τους πτωχούς και δεομένους ο Χριστού μι­μητής, ώστε έγινε και εις τους άλλους τύπος και παράδειγμα φιλοπτωχείας. Διά τούτο και με τους εν εκκλησία λόγους εδίδασκεν όλους τους Χριστια­νούς να αγαπούν μεν και να ενεργούν την αρετή αυ­τήν της φιλοπτωχείας, να απέχουν δε από την πλε­ονεξία. Δι' αυτό διά την αιτίαν αυτήν πρώτον προσέκρουσε εις την βασίλισσαν Ευδοξίαν και εις έχθραν μετ' αυτής κατέστη. Επειδή αυτή μεν ήρπασε τον αμπελώνα μιας χήρας Καλιτρόπης ονομαζό­μενης, η οποία εφώναζε ζητούσα το κτήμα της, ο δε Άγιος εσυμβούλευε αυτήν να μη κρατή το ξένον πράγμα, και επειδή εκείνη δεν επείθετο την ήλεγχε και εθεάτριζεν ο άγιος με το παράδειγμα της Ιεζάβελ. Όθεν η Ευδοξία αγριωθείσα ως θηρίον κατέ­βασε τον Άγιον από τον θρόνον του, το πρώτον μεν μόνη, το δεύτερον δε και διά των επισκόπων ε­κείνων, οί οποίοι ηκολούθουν περισσότερον εις τας δυναστείας και υπολήψεις των αξιωματικών αρ­χόντων, παρά εις την ευσέβειαν και εις τους θείους νόμους· έπειτα πάλιν αποκατέστη ο Άγιος εις τον θρόνον του.

Τελευταίον δε εξωρίσθη ο Άγιος εις την Κουκουσόν της Αρμενίας και εκεί υπομείνας θλίψεις πολλάς και πολλούς απίστους οδηγήσας εις την θε­ογνωσία παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν έτει 407. Ο δε κατά πλάτος βίος του αγίου γράφει ότι μετά την από του θρόνου καταβίβασι και εξορία του θείου πατρός όσοι επίσκοποι συνήργησαν εις αυτήν, όλοι εβασανίσθησαν πρότερον εκ Θεού με δεινός και πολλάς ασθενείας και έ­πειτα απέθανον. Η δε Ευδοξία πρώτη έπαθε τας α­σθενείας αυτάς, επειδή και πρώτη αυτή παρενόμησε και έγινε πρόξενος απωλείας και εις τους επι­σκόπους. Λέγουν δε ότι μετά τον θάνατον της, διά να άποδειχθή η αδικία, την οποίαν έκαμε εις τον μέγα Χρυσόστομον, εκινείτο και έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριακοντα-δύο. Ότε δε ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολι και απετέθη, όπου τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έ­τρεμεν...

Δεν δύναμαι εδώ να σιωπήσω εκείνο το συμβεβηκός, το οποίον προξενεί άκρον και χωριστόν έπαινον εις τον χρυσούν αυτόν Άγιον, καθώς διη­γείται αυτό εις τον κατά πλάτος βίον αυτού ο Ανώ­νυμος Συγγραφεύς «Αδελφειός, ο επίσκοπος της εν Καππαδοκία Αραβισσού, ο πολλά δεξιωθείς εις την εξορία τον Άγιον, παρεκάλει τον Θεόν με θερμάς δεήσεις, να δείξη εις αυτόν ποίας δόξης ηξιώθη εν ουρανοίς ο θείος Χρυσόστομος. Ενώ λοιπόν προσηύχετο ο Αδελφειός ήλθεν εις έκστασι και ιδού βλέπει ένα φωτοειδή άνδρα, ο οποίος εδείκνυεν εις αυτόν όλους τους διδασκάλους και ιεράρχας και οσίους και τον χορόν όλων των δικαίων, όσοι έ­φθασαν να μεταβούν από την γην εις τους ουρα­νούς. Τότε ο Αδελφειός έβλεπεν όλους εκείνους με χαράν επιθυμών να ιδή και τον Ιωάννην. Επειδή όμως δεν τον είδεν εκεί ελυπήθη. Τότε ο φωτοειδής εκείνος είπε προς τον Αδελφειόν: διά τι ελυπήθης; Εκείνος απεκρίθη, διότι δεν είδον εις το τάγμα των ιεραρχών τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, ο δε φανείς λέγει εις αυτόν: Τον χρυσούν, λέγεις, Ιωάν­νην, το στόμα του Θεού; Εκείνον τον υπέρ άνθρωπον; Ήξευρε ότι αυτόν δεν είναι δυνατόν εις σε να ιδής, διότι αυτός ευρίσκεται εκεί όπου είναι ο θρό­νος του Δεσπότου Χριστού. Μίαν τοιαύτην οπτασίαν είδε και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής και ήκουσε τα ίδια λόγια, τα οποία ήκουσε και ο Αδελφειός από τον Κύπρου Επιφάνιον, ο οποίος ωδήγει αυ­τόν εις την κατ' έκστασιν οπτασία, καθώς και αυτό ο Ανώνυμος διηγείται».

Ο Γρηγόριος ο Αλεξανδρείας εις τον βίον του Χρυσοστόμου καλεί αυτόν «της οικουμένης απάσης διδάσκαλον και φωστήρα». Ο μικρός Θεοδόσιος καλεί αυτόν «οικουμενικόν διδάσκαλον». Λέων ο σοφός εις το προς αυτόν εγκώμιον λέγει «κοινόν της οικουμένης πατέρα», και ο Ανώνυμος εις τον βίον αυτού ονομάζει «κοινόν της οικουμένης προ­μηθέα και προστάτην». Ο Θεοδώρητος παρά Φωτίω λέγει αυτόν «της Εκκλησίας στόμα και ευσέ­βειας ανθρώπων οφθαλμόν». Ο Πηλουσιώτης Ισί­δωρος λέγει περί αυτού «Ο των του Θεού απορρή­των σοφός και υποφήτης Ιωάννης, ο της εν Βυζαντίω Εκκλησίας και πάσης οφθαλμός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι κόσμια και χωρίς ύβρεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα διαγράφονται.